A.
Η Κρητική κατοικία διαμέσου των αιώνων
Νεολιθική
Εποχή (6000 - 2600 π.Χ.)
Η οικιστική ιστορία της Κρήτης αρχίζει
από τη νεολιθική εποχή, με τους 42 οικιστικούς
οικισμούς και 13000 περίπου κατοίκους. Αξίζει να
σημειωθεί πως από τότε μέχρι σήμερα διατηρείται
ένας χαρακτηριστικός τύπος σπιτιού, με ορθογώνια
κάτοψη, με στέγη επίπεδη με ξύλινους στύλους,
δοκάρια και κλαδιά, σκεπασμένη με ένα είδος
πηλού. Τα πατώματα ήταν από πατημένο χώμα.
Υπήρχαν ακόμα πέτρινα πεζούλια, κόγχες και
τοίχοι με επιχρίσματα.
Μινωική
Εποχή (2600 - 1100 π.Χ.)
Ο Μινωικός Πολιτισμός που πήρε το
όνομα του από το μυθικό βασιλιά Μίνωα, από τους
σημαντικότερους πολιτισμούς της ανθρωπότητας,
σφραγίζει και χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα το νησί.
Ο πληθυσμός του νησιού αυξάνεται σταθερά με
νέους κατοίκους και τα αγροτικά χωριά της
Νεολιθικής Εποχής μετατρέπονται σε πρωτοαστικές
κοινότητες.
Τα σπίτια είναι ορθογώνια με δώμα, με βάση
πέτρινη και τοίχους από ηλιοψημένες πλίθρες,
ενισχυμένους με οριζόντια και κάθετα ξύλινα
στοιχεία. Στο εσωτερικό τους το κόκκινο κονίαμα
είναι ο πρόδρομος των περίφημων ανακτορικών
τοιχογραφιών. Στη Μεσομινωική Εποχή χτίζονται τα
τέσσερα μεγάλα ανάκτορα στις πιο εύφορες
περιοχές, η Κνωσός, η Φαιστός, τα Μάλλοια κι η
Ζάκρος, με κύριο χαρακτηριστικό της σύνθεσης
τους τη μεγάλη ορθογώνια αυλή. Είναι
διακοσμημένα με πλούσιες και θαυμαστές
τοιχογραφίες. Οι κυριότερες μινωικές πόλεις
συγκεντρώνονται γύρω από τα ανακτορικά κέντρα κι
είναι ατείχιστες, σημάδι ειρήνης αλλά και της
δύναμης που είχε η θαλασσοκράτειρα μινωική
Κρήτη. Έξω από τις πόλεις υπάρχουν επαύλεις,
χωριά και μεμονωμένες κατοικίες.
Από
τους Δωριείς μέχρι τους Ρωμαίους (1100π.Χ. - 330μ.Χ.)
κάθοδος των Δωριέων το 1100 φέρνει
σημαντικές αλλαγές στη ζωή των κατοίκων που
εγκαταλείπουν τα παραλιακά κέντρα και
καταφεύγουν σε ψηλές δυσπρόσιτες περιοχές, όπου
χτίζουν νέους οικισμούς, προσπαθώντας να
διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Τα σπίτια
είναι μονώροφα, χτισμένα με σκληρό ασβεστόλιθο.
Τα κατώφλια κι οι παραστάδες γίνονται με
επιμέλεια, από λαξεμένους ογκόλιθους. Για
καπνοδόχους χρησιμοποιούν σπασμένα πιθάρια. Ο
τύπος αυτός του σπιτιού έχει επιβιώσει και στη
σημερινή λαϊκή αρχιτεκτονική.
Η νέα ανάπτυξη του εμπορίου επιτρέπει τους
κατοίκους να γνωρίσουν τη φοινικική, τη συριακή
και την αιγυπτιακή τέχνη, αφομοιώνοντας αρκετά
στοιχεία τους. Το νησί δεν αποτελεί πια μια
πολιτική ενότητα αλλά έχει κατατμηθεί σε μεγάλο
αριθμό Πόλεων - Κρατών που είναι οχυρωμένες,
αυτοτελείς κι εχθρικές μεταξύ τους. Οι συνεχείς
πόλεμοι εξαντλούν σημαντικά τον πληθυσμό κι
εξαφανίζουν συχνά ολόκληρες πόλεις. Σημαντικά
πολεοδομικά δείγματα της εποχής είναι η Λατώ κι η
Άπτερα.
Η Ρωμαϊκή κυριαρχία επιβάλλεται από το 69π.Χ. ως το
330μ.Χ.. Οι Ρωμαίοι επηρέασαν, αλλά, ούτε στο
ελάχιστο, δεν έθιξαν την ελληνικότητα του νησιού.
Η ελληνική γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα
διατηρήθηκαν ανέπαφα. Η μεγαλοπρεπής ρωμαϊκή
αρχιτεκτονική δηλώνει την παρουσία της με λαμπρά
αμφιθέατρα, ναούς, ωδεία, αγορές, λουτρά,
Ασκληπιεία, διοικητικά μέγαρα και διάφορα άλλα
οικοδομήματα με περίτεχνα ψηφιδωτά που σώζονται
σε πολλά σημεία του νησιού.
Βυζαντινή
περίοδος και Αραβοκρατία (330μ.Χ. - 1204μ.Χ.)
Από το 330μ.Χ. η Κρήτη αποτελεί επαρχία
του Βυζαντινού κράτους με έδρα τη Γόρτυνα και με
διοικητή Βυζαντινό στρατηγό. Μέχρι το 824μ.Χ.
διανύει περίοδο ακμής και ευημερίας. Αυτή την
εποχή εδραιώνεται η Χριστιανική θρησκεία και
χτίζονται πολλές παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Το 824μ.Χ. κατακτάται από τους Σαρακηνούς, που την
οργάνωσαν σε ανεξάρτητο αραβικό κράτος με κέντρο
τον Χάνδακα - το σημερινό Ηράκλειο - και την
οχύρωσαν με ισχυρό κάστρο και βαθιά τάφρο γύρω
του. Οι κάτοικοι φεύγουν πάλι στα βουνά γιατί
λεηλατούνται και καταστρέφονται τα πάντα από
τους νέους κατακτητές.
Η Αραβοκρατία θα διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα,
μέχρι το 961μ.Χ., όταν ο τότε Βυζαντινός στρατηγός
και κατόπιν αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς
ελευθερώνει το νησί. Έως το 1204μ.Χ. διαρκεί η
δεύτερη βυζαντινή περίοδος όπου η πορεία του
νησιού είναι ανοδική. Το ελληνικό στοιχείο
ενισχύεται με χριστιανούς εποίκους από άλλες
βυζαντινές επαρχίες και δημιουργούνται οι
προϋποθέσεις για πολιτιστική άνθιση, ειρήνη,
οικονομική πρόοδο και κοινωνική σταθερότητα.
Βενετοκρατία
(1204μ.Χ. - 1669μ.Χ.)
Με την αρχή του 13ου αιώνα, η Κρήτη
γνωρίζει τις συνέπειες των Σταυροφοριών. Ο
αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος ο Δ', για να
εξαγοράσει την εύνοια των Φράγκων που έλαβαν
μέρος στην 4η Σταυροφορία, χαρίζει την Κρήτη στο
Βονιφάτιο Μομφερρατικό κι αυτός την πουλάει
στους Βενετούς για 1000 μάρκα το 1204. Με την
εγκατάσταση των αποίκων το φεουδαρχικό σύστημα
της Δύσης εδραιώνεται στην Κρήτη. Μέχρι το 1363 η
Κρήτη συνταράζεται από συνεχείς επαναστάσεις,
οπότε κι ανακηρύσσεται ανεξάρτητη Δημοκρατία
αρχίζοντας έτσι μια ειρηνική εποχή. Οι κρητικές
πόλεις εμφανίζουν εντυπωσιακή ανάπτυξη εμπορίου
και ναυτιλίας. Ο πληθυσμός αυξάνεται, οι πόλεις
καλλωπίζονται και επεκτείνονται με τα
σημαντικότερα κτίσματα της κρητικής
αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής επηρεασμένης από
τη δυτική αναγεννησιακή τεχνοτροπία, αλλά
προσαρμοσμένης στις ανάγκες της κρητικής
κοινωνίας και τις τοπικές συνθήκες. Η "
Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας "
αισθάνεται την ανάγκη αρχικά να οχυρώσει και να
διασφαλίσει την πολυτιμότατη κτήση της από τους
διάφορους επιδρομείς και κατόπιν να την κοσμήσει
με μεγαλόπρεπα δημόσια κτήρια και πολυτελής
κατοικίες αξιωματούχων, μεταφέροντας κατ` αυτό
τον τρόπο, το γόητρο και την αίγλη της στο
κατακτημένο νησί.
Εκτός από την πρωταρχική θωράκιση των βασικών
λιμανιών, η άμυνα του νησιού ενισχύεται με μια
σειρά φρουρίων που χτίζονται σε τοποθεσίες
στρατηγικής σημασίας. Αν τα οχυρωματικά έργα, τα
καστέλια και οι βενετσιάνικοι πύργοι είναι
δείγματα δύναμης και εξουσίας, τα παλάτια, οι
κρήνες, οι λότζες, τα ρολόγια, οι πλατείες τα
μνημεία στο Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και τα Χανιά
είναι δείγματα μεγαλοπρέπειας και αρχοντιάς. Η
αναγεννησιακή αρχιτεκτονική επηρέασε την
αρχιτεκτονική των σπιτιών, των εκκλησιών και των
μοναστηριών. Στην ύπαιθρο συναντάμε αρκετές
κατοικίες - πύργους, βίλες και αγροτικά
βενετσιάνικα σπίτια. Τέλος, οι παλιές πέτρινες
λαξεμένες πύλες, τα λιοτρίβια, τα αγροτικά σπίτια
με δώμα ή με στέγη διατηρούνται σε αρκετά σπιτικά
χωριά.
Τουρκοκρατία
(1669μ.Χ. - 1898μ.Χ.)
Αρκετές ανεπιτυχείς επιδρομές κατά
του νησιού είχαν επιχειρήσει οι Τούρκοι κατά τα
τελευταία χρόνια της βενετοκρατίας και τελικά
καταλαμβάνουν το νησί με την κατάληψη των Χανίων.
Χιλιάδες Κρητικοί φεύγουν κυνηγημένοι στα
Επτάνησα και σε άλλα μέρη ενώ μεγάλος αριθμός
Τούρκων εγκαθίστανται στο νησί. Η γη δεσμεύτηκε,
τα δημόσια κτήρια έγιναν βασιλικά, και τα
ιδιωτικά διανεμήθηκαν σε Πασάδες και Μπέηδες.
Έτσι το αστικό σπίτι στις πόλεις Ηράκλειο,
Ρέθυμνο, Χανιά και Σητεία δέχεται επεμβάσεις από
τους κατακτητές. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι
το " σαχνισί " το οποίο αποτελούσε προσθήκη
ενός κλειστού ξύλινου εξώστη στον όροφο του
σπιτιού. Οι εξώστες αυτοί κατασκευάζονται με
ξύλινους προβόλους που στηρίζονται σε ξύλινες
αντηρίδες. Στα Χανιά και στο Ρέθυμνο συχνά
συναντάμε τύπους σπιτιών όπου η ξύλινη επένδυση
δεν περιορίζεται στον εξώστη αλλά επεκτείνεται
και σ`άλλα τμήματα της πρόσοψης του κτηρίου,
πολλές φορές σ`ολόκληρο όροφο.
Νεότεροι
Χρόνοι (1898 έως σήμερα)
Η βαθιά επιθυμία του κρητικού λαού για
ένωση με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε αρκετά
χρόνια αργότερα και μετά από νέους αγώνες. Η
Κρητική Βουλή ψήφισε επανειλημμένα την ένωση της
μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Η ένωση
πραγματοποιήθηκε επίσημα μετά το τέλος των
Βαλκανικών Πολέμων (1912 - 1913) με την υπογραφή της
συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), ακολουθώντας
το νησί τις τύχες της ελεύθερης Ελλάδας.
Η οικιστική συνέχεια της Κρήτης, παρ`όλες τις
μεγάλες καταστροφές που γνώρισε το νησί, Δε
σταμάτησε ποτέ. Οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις αλλά
κι η πείνα, οι επιδημίες κι οι σεισμοί που
αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό δεν ενθάρρυναν τους
κατοίκους που με πείσμα και με μια αξιοθαύμαστη
ζωντάνια έχτιζαν και ξανάχτιζαν τους οικισμούς
τους στην ίδια σχεδόν θέση από την Αρχαιότητα
μέχρι σήμερα. Η μελέτη της οικιστικής συνέχειας
από τη μια εποχή στην άλλη μας δείχνει ότι οι
περισσότεροι οικισμοί κάθε περιόδου
κατοικούνται και την επόμενη περίοδο. Σήμερα στο
νησί διατηρούνται πολλοί οικισμοί από την
Αρχαιότητα κρατώντας αναλλοίωτο το όνομα τους
όπως η Μίλατος, η Τύλισσος, η Πολυρρήνια κ.α. Το
πλέγμα των οικισμών της Βενετοκρατίας έχει ακόμη
διατηρηθεί χωρίς μεγάλες αλλαγές. Οι Τούρκοι δεν
έχτισαν καινούργιους οικισμούς και τέλος
ονομασίες οικισμών όπως Γάζι, Μουχτάρι κ.α.
προέρχονται πιθανότατα από την εποχή της
Αραβοκρατίας.
Β.
Πολεοδομικός χαρακτήρας κρητικών οικισμών
Αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό της
οικοδόμησης στο νησί είναι η θέση των τριών
βασικών πόλεων - Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο - στα
βόρεια παράλια έτσι ώστε η αλυσίδα της
οικιστικής εξέλιξης να είναι αρραγής. Εκτός από
τις μεγάλες πόλεις το νησί έχει πολλά χωριά και
οικισμούς (μόνιμους και εποχιακούς - μετόχια).
Στην πλειοψηφία τους τα χωριά και οι οικισμοί
είναι ορεινοί ή ημιορεινοί (μέχρι 800 μέτρα
υψόμετρο και ακόμα μεγαλύτερο για τα μετόχια).
Τα σπίτια στους ορεινούς οικισμούς είναι
διατεταγμένα αμφιθεατρικά στις πλαγιές ή στις
κορυφές λόφων και, κατ`αυτό τον τρόπο,
δημιουργείται ένα φυσικό οχυρό για προφύλαξη από
τις πειρατικές επιδρομές. Η αμφιθεατρική διάταξη
ακολουθεί το σχήμα του λόφου και αναπτύσσεται με
κέντρο την εκκλησία, την πλατεία και το καφενείο.
Η δόμηση είναι τις περισσότερες φορές πυκνή και
συνεχής - όπως γενικά στους οχυρούς οικισμούς,
όπου κύριο μέλημα είναι η προστασία από τους
πειρατές - και αλλού αραιή και ελεύθερη. Οι
οικισμοί - αρμονικά δεμένοι με το περιβάλλον -
λόγω της θέσης τους πάνω στο ύψωμα είναι
χωρισμένοι σε τρεις γειτονιές : Πανωχώρι,
Μεσοχώρια και Κατωχώρι.
Οι παραθαλάσσιοι οικισμοί ήταν ελάχιστοι μέχρι
τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της μάστιγας των
πειρατικών επιδρομών που ανάγκαζε τους
κατοίκους να συγκεντρώνονται στις μεγάλες
οχυρωμένες πόλεις ή στο εσωτερικό του νησιού, σε
όσο το δυνατόν πιο απρόσιτους και οχυρούς από τη
φύση τους τόπους. Μετά το τέλος του 19ου αιώνα
πραγματοποιήθηκε ο εποικισμός παλαιών
ερημωμένων βενετσιάνικων παραλιακών θέσεων -
Άγιος Νικόλαος ( Castel Mirambello ), Σητεία, Παλαιοχώρα (
Selino ), Πάνορμο ( Castel Milopotamo ).
Γ. Το
λαϊκό σπίτι
Το κρητικό λαϊκό σπίτι ανήκει στον τύπο
του πλατυμέτωπου ή στενομέτωπου μονόσπιτου.
Είναι λιτό, με απλή κυβική μορφή και μ`ελάχιστα
ανοίγματα. Τα υλικά είναι η πέτρα, το ξύλο και το
χρώμα. Οι Κρητικοί τα χρησιμοποιούν στη φυσική
τους κατάσταση ή πολύ λίγο επεξεργασμένα, με μια
πρωτόγονη αίσθηση της ύλης, συνεχίζοντας έτσι
στη μορφή αλλά και στην κατασκευή τον αρχέγονο
τύπο του προϊστορικού σπιτιού της Κρήτης. Έχει
έναν αυστηρό, ασκητικό χαρακτήρα. Πολλές φορές
δύσκολα το ξεχωρίζεις από το βουνό όπου είναι
γαντζωμένο.
Ο χαρακτήρας του κρητικού σπιτιού
δικαιολογείται από την τραχύτητα του χώρου αλλά
και της ζωής. Το βουνό, πηγή ζωής και καταφύγιο, οι
συνεχείς επαναστάσεις και καταστροφές έκαναν
τον Κρητικό να μην πιστεύει στην μονιμότητα του
κτίσματος του. Αναγκασμένος να ξαναχτίζει από
την αρχή πάνω στα ερείπια το σπίτι του, το χτίζει
μ`έναν τρόπο πρόχειρο και γρήγορο, δίνοντας έτσι
το χαρακτήρα του προσωρινού. Μέσα από την ανάγκη
για βελτίωση της ζωής του Κρητικού το λαϊκό σπίτι
εξελίχθηκε με τις εξής μορφές :
- Θολιαστό σπίτι ή μητάτα ή κούμοι
- Σπίτι με δώμα
- Σπίτι με στέγη
- Σπίτι με στέγη και σαχνισί
Θολιαστό
σπίτι ή μητάτα ή κούμοι
Το θολιαστό
σπίτι ή αλλιώς σπιτοκάλυβο είναι πέτρινο
καμπυλόμορφο σπίτι, κυκλικού συνήθως σχήματος
σκεπαζόμενο με "ψευτοθόλο". Σήμερα υπάρχει
μόνο σε έρημες τοποθεσίες και κατοικείται από
τσοπάνους. Το συναντούμε στο οροπέδιο της
Νίκαιας, στον Ψηλορείτη, στα Σφακιά αλλά και σε
άλλες περιοχές. Η μορφή του είναι όμοια με τις
προϊστορικές κυκλικές καλύβες της Σκωτίας και
της Ιρλανδίας, τα χτίσματα με εκφορικό θόλο στην
Απουλία, στη Σαρδηνία και στις Βαλεαρίδες. Βασικά
υλικά του είναι τα κλαδιά και η πέτρα καθώς η
έλλειψη ξυλείας είναι πλήρεις από την περιοχή.
Στο πέρασμα των χρόνων δέχτηκε τροποποιήσεις και
έτσι σήμερα μπορούμε να το βρούμε με ελλειπτικό
σχήμα, στεγασμένο με δώμα - με λιακό - οριζόντιο
και παραδοσιακό.
Το καμπυλόσχημο αυτό σπίτι δεν κατοικείται πια
μόνιμα, αποτελεί εποχιακό καταφύγιο από τους
τσοπάνους και βρίσκεται μακριά από τα χωριά, ψηλά
στα βουνά. Τα περισσότερα από αυτά που έχουν
σωθεί μέχρι σήμερα βρίσκονται σε άσχημη
κατάσταση εξαιτίας της περαστικής χρήσης τους.
Όπως προαναφέρθηκε, το κυκλικό ή ελλειψοειδές
σχήμα του καταλήγει σ`έναν ψευτοθόλο. Ο θόλος
αυτός, κατασκευασμένος από σχιστόπλακα, είναι
υπερυψωμένος έτσι ώστε στη μέση του σπιτιού ο
άνθρωπος να στέκεται όρθιος ενώ στα πλαϊνά του
πρέπει να σκύβει. Η πόρτα είναι στενή και χαμηλή,
ενώ παράθυρα δεν υπάρχουν. Για την κατασκευή
χώρων μαγειρέματος και τζακιού χρησιμοποιούνται
πέτρες, ενώ οι κατασκευές αυτές είναι πολύ απλές
και λιτές. Επίσης μια μεγάλη σχιστόπλακα
χρησιμοποιείται για τραπέζι.
Αρχικά στο θολιαστό σπίτι δεν υπήρχε κανένα
άνοιγμα εκτός από την πόρτα. Όμως ήταν εξαιρετικά
δύσκολος ο εξαερισμός και ο φυσικός φωτισμός του
χώρου. Με την εξέλιξη της μορφής του,
δημιουργείται ένα άνοιγμα στην κορυφή του θόλου
με απλό τράβηγμα μερικών πετρών, βοηθώντας έτσι
στην έξοδο του καπνού από τον χώρο. Αργότερα η
πόρτα γίνεται ψηλότερη και το πάτωμα αποκτάει
δύο επίπεδα δημιουργώντας ένα χώρο για ύπνο
στρωμένο με θάμνους. Ακόμη ανοίγεται ένα μικρό
παραθυράκι και μια θυρίδα χωνευτή στον τοίχο για
το λυχνάρι, το μαχαίρι και ψωμί.
Το επόμενο βήμα είναι η μεταβίβαση του
σχήματος της κάτοψης από κύκλο σε έλλειψη. Στο
νέο σχήμα παραμένουν τα δύο επίπεδα του δαπέδου
για χρήση ύπνου. Ο θόλος ενώ ήταν ανασηκωμένος
παίρνει πιο χαμηλή μορφή. Έτσι σιγά-σιγά χάνει το
σπίτι την αρχική του κατάσταση και πλησιάζει το
γωνιασμένο σπίτι, αλλάζοντας συγχρόνως και η
εσωτερική διαρρύθμιση με περισσότερες
λειτουργίες.
Με το πέρασμα των χρόνων την θέση του θόλου
παίρνει η επίπεδη οροφή με ξύλινα δοκάρια. Το
σπιτοκάλυβο με δώμα (με λιακό) και ο τοίχος
γίνεται λεπτότερος δημιουργώντας ταυτόχρονα
έναν αναβαθμό εκεί που ενώνεται με την οροφή. Μια
άλλη κατασκευή πρωτόγονου θολιαστού κτίσματος
συναντούμε στα Σφακιά, Οροπέδιο του Ασφένδου. Ο
θόλος είναι πολύ χαμηλωμένος και η κατασκευή
πρωτόγονη. Κτίζουν καμάρες με λάσπη και
ημιλαξωτές πέτρες, σε απόσταση 10 - 20 εκ. την μια
από την άλλη, σχηματίζοντας έτσι μια σειρά τόξων.
Τα ενδιάμεσα κενά γεμίζουν με πέτρες γεμάτες
κοιλότητες που δένουν η μια με την άλλη. Έτσι η
κατασκευή στηρίζεται μάλλον στην τριβή παρά στις
ενεργητικές ωθήσεις. Ο θόλος δεν μένει τελικά
εμφανής αλλά σκεπάζεται με δώμα.
Σπίτια
με “λιακό” στηριγμένο σε δοκάρια και μεσοδόκια
α.
Στενομέτωπα σπίτια χωρίς στύλο
Η απλούστερη και φτωχότερη μορφή
κρητικού λαϊκού σπιτιού, ανήκει στον τύπο του
στενόμακρου ορθογώνιου μονόχωρου σπιτιού, που
είναι σκεπασμένο με δώμα. Η στενή μεριά
εμφανίζεται στην πρόσοψη (γι’ αυτό και
στενομέτωπο) και συγκεντρώνει όλες τις
λειτουργίες στο εσωτερικό του. Στο βάθος
υψώνεται φαρδύ σκαλοπάτι γύρω στους 40 πόντους,
δηλαδή ένα χωμάτινο επίπεδο. η γνωστή πεζούλα.
Αυτή χρησιμοποιείται ως χώρος ύπνου της
οικογένειας, ο φωτισμός της οποίας γίνεται από
τον ανηφορά και την πόρτα, ενώ το τζάκι βρίσκεται
εντοιχισμένο με καμπυλόσχημη κόχη και
χρησιμεύει για το μαγείρεμα.
Ο απλός αυτός τύπος σπιτιού αποτελεί απλή
παραλλαγή που σιγά σιγά οδηγεί στην ιδέα της
διμερούς διαίρεσης. Η διαβάθμιση του επιπέδου
στο βάθος της μονοκάμαρας σκιαγραφεί τον
στοιχειώδη και προδρομικό τύπο παταριού που θα
εξελιχθεί με ξύλινες μορφές στο "σοφά". Στην
πρόσοψη συναντάμε το αυληδάκι και την τοξωτή
πόρτα στο ύψος του ανθρώπου για είσοδο που είναι
συνήθως μετακινημένη από τον άξονα του κτίσματος
προς την άκρη.
Οι διαστάσεις που προκύπτουν από τις
κατασκευαστικές δυνατότητες των υλικών, όπως
είναι τα μήκη των ξύλων για την κατασκευή του
δώματος, που κυμαίνονται από 2.50 έως 3.50 μέτρα, και
το διαθέσιμο χώρο για το χτίσιμο του σπιτιού, στο
στενομέτωπο τύπο, το πλάτος δεν ξεπερνά τα 3.50
μέτρα και το μήκος βρίσκεται σε αναλογία 1:2 ή 1:3,
ενώ η επιφάνεια του σπιτιού κυμαίνεται από 25 έως
35 τ.μ.
Το μονόχωρο σπίτι είναι κι αυτό στενομέτωπο
χτίσμα, με χαμηλό ξύλινο πατάρι για τον ύπνο,
γωνιακό τζάκι για θέρμανση και χτιστή πεζούλα
κολλητά στον τοίχο για κάθισμα. Εδώ, το φως
μπαίνει από παράθυρα, ενώ στην πρόσοψη στενάχωρο
"στεγαστό" - ή διαφορετικά "στεγάδι"-
μπροστά από την πόρτα για να προστατεύει από τον
αέρα, τη βροχή και το χιόνι. Η κάτοψη διαγράφει
την τριμερή διαίρεση σε βάθος στεγαστό - σπίτι -
πατάρι, και θυμίζει τα απλά προϊστορικά μινωικά
μέγαρα.
Το μονόχωρο σπίτι μικραίνει. Όλα πιο πυκνά, πιο
δεμένα και μικρά. Το ξύλινο πατάρι υψώνεται στο
1.70 μέτρα και τα "ωζά", ζούνε μαζί με τους
ανθρώπους κάτω από το πατάρι (μαγαντζές). Γι’
αυτό και δίφυλλη φαρδιά πόρτα στην πρόσοψη για να
περνάνε τα ζωντανά.
Ο συνδυασμός τώρα, κατά παράθεση, δύο
στενομέτωπων σπιτιών με πατάρι, σε διαφορετικές,
αλλά συγγενικές παραλλαγές, οδηγεί στη
δημιουργία του δίχωρου σπιτιού, δηλαδή του
σπιτιού με δύο κάμαρες, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξη
ημιυπόγειου χώρου κάτω από το πατάρι που
αποτελεί υποδιαίρεση του χώρου και κατά την
κατακόρυφη έννοια, προμηνύει την εξέλιξη προς το
δίπατο. Ωστόσο, καταξιώνεται μορφολογικά και
συνθετικά η πρόσοψη, καθώς προκύπτει από δομική
ανάγκη και αυτάρκεια που η ολοκλήρωσή της,
συμπληρώνει τη δεύτερη φάση των μεταβυζαντινών
χτισμάτων.
Στη συνέχεια, το σπίτι μεγάλωσε, απλώθηκε με
τρεις κάμαρες σε ανάπτυξη και σχηματισμό
στενομέτωπο που φαρδαίνει κατά την πρόσοψη σε
σχήμα οργανικά κλειστό και λειτουργικά ελεύθερο.
Αναφερόμαστε στην ανάπτυξη, δηλαδή στο άπλωμα
των δύο χώρων μπροστά, σάλας και υπνοδωματίου,
που χαράζουν το σχέδιο της κάτοψης του τρίχωρου
σπιτιού, ενώ η προσαρμογή του στις κλίσεις -
ανισοσταθμίες - του εδάφους, δημιουργεί
εξωτερικά τις πέτρινες σκάλες και τους
υπερυψωμένους όγκους στην πρόσοψη.
Στη
συνέχεια, η δημιουργία δίπατου με ξύλινη σκάλα
στο εσωτερικό, δίχωρο, στο κατώι και εξώστη στον
όροφο, αποτέλεσε τον τύπο κατοικίας που θα
απλωθεί αρκετά στην Κρήτη για να αντικατασταθεί
αργότερα αρχοντιά της πλατυμέτωπης παραλλαγής,
που κυρίευσε το νησί. Ωστόσο, μια σειρά από τρία
δίπατα σπίτια θα μπορούσε να σκιαγραφήσει την
τάση για ανάταση, για πορεία και επέκταση καθ’
ύψος με συνεχή αναζήτηση για χώρο και φως.
Η κάτοψη, η οποία εξελίσσεται ελαφρά τετράγωνη
ανεπαίσθητα στενομέτωπη με εσωτερική ξύλινη
σκάλα που ανεβάζει από το μονόχωρο κατώι στο
μονόχωρο ανώι, αποτελεί σίγουρα αστική διάταξη
και όχι παραδοσιακή. Τα ασυνήθιστα ψηλά στηθαία
που χτίζονται από ανάγκη προστασίας από τους
Τούρκους, δίνουν χαρακτήρα κατάκλειστης αυλής
συγκεντρώνοντας τις λειτουργίες ψηλά. Τέτοια
σπίτια αποτελούν το ενδιάμεσο στάδιο δίπατης και
τρίπατης κατοικίας, που συνεχώς εξελίσσεται.
Ο αστικός
χαρακτήρας αγγίζει τώρα περισσότερο τις
κρητικές κατοικίες, τρίπατα με πολλά παράθυρα,
όπου οι μεταβυζαντινές αναφορές σε συνδυασμό με
τα βενετσιάνικα και τα τούρκικα πολυώροφα σπίτια
οδηγούν στο τετράπατο στενομέτωπο σπίτι με
πολλαπλή διαίρεση της κάτοψης σε βάθος.
Παράλληλα, οι προσόψεις άλλοτε ντύνονται με
μεταβυζαντινά και αιγαιοπελαγίτικα στοιχεία και
άλλοτε με δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά
ανάμειχτα ή εντελώς ξένα. Η αυλή θα κατέβει από
την ταράτσα του σπιτιού στη γη, για να συμμετέχει
αργότερα στο παιχνίδισμα των χώρων της κάτοψης.
β. Στενομέτωπα
σπίτια με στύλο
Το σπίτι με ξύλινο στύλο μπορεί να
προϋπήρχε εκείνου με χωρίς στύλο ή και το
αντίθετο. Όμως ο ξύλινος στύλος αποτελεί την
πανάρχαια προϊστορική τεχνική σκέψη για την
στήριξη του δώματος, ενώ δομικά στοιχεία αυτού
του σπιτιού συναντάμε στην Κρήτη από τα μινωικά
ακόμη σπίτια και παλάτια.
Τα στενομέτωπα σπίτια με στύλο, με "λυρατζή",
όπως λέγεται στην Κρήτη, είναι λιγοστά και έτσι η
εξέλιξη στηρίζεται σε μερικές πολύ απλές
παραλλαγές του βασικού τύπου. η ξύλινη κολόνα
συγκρατεί απάνω σε μια διχάλα το μεσαίο δοκάρι
που σηκώνει το λιακό. Δοκάρια και μεσοδόκια είναι
συνήθως από σκληρό και σχεδόν ακατέργαστο ξύλο,
όπως πρίνο, λιοπρίνι ή ασίλακα. Οι διαστάσεις
τους κυμαίνονται σε πάχος 36 - 40 εκατοστά και 11
μέτρων μήκος γεγονός που κάνει πολύ δύσκολη τη
μεταφορά τους.
γ.
Πλατυμέτωπα σπίτια χωρίς στύλο
Στον αντίστοιχο πλατυμέτωπο τύπο
κρητικού σπιτιού, η είσοδος γίνεται συνήθως πιο
κεντρικά, για να ξεχωρίζουν οι λειτουργίες
εσωτερικά σε μια από τις μεγάλες πλευρές με μικρά
παράθυρα δίπλα στην πόρτα, ώστε να συμπληρώνεται
ο φωτισμός, προστατευμένα με σιδεριές για
ασφάλεια. Ακανόνιστα πέτρινα καντραρίσματα σε
πόρτες και παράθυρα, ελαφριές ανισοσταθμίες
ανάμεσά τους, πλάκες χωνεμένες στον τοίχο με
γλάστρες, υδροροές με αβέβαιη ύπαρξη νερού και
ανάγλυφος σταυρός στην εξώπορτα.
Η μελέτη της πορείας που ακολούθησε η εξέλιξη
στην αρχιτεκτονική των πλατυμέτωπων σπιτιών,
μπορεί να χωριστεί σε ενότητες.
Στην πρώτη παρουσιάζουμε, σε μια σύντομη αλλά
ξεκάθαρη πορεία, τέσσερα παραδείγματα σπιτιών με
λογική ιεράρχηση των χωρών που διαγράφουν μια
εξέλιξη. Η κάτοψη είναι πλέον στενή και
ορθογώνια, με φούρνο στα δεξιά και χαμηλό επίπεδο
από πέτρες και χώμα στ’αριστερα, για τον ύπνο. Τα
δοκάρια του λιακού κινημένα ανήσυχα σε στροφή
ενώ είναι σαφής η φυσιοκρατική επιρροή καθώς δεν
υπάρχει σχεδόν ξεκάθαρος διαχωρισμός του μέσα με
το έξω.
Στη συνέχεια δυο στενά ορθογώνια ίσα, θα ενωθούν
κολλητά και θα απλωθούν σε βάθος σχηματίζοντας
το "σπίτι και το μέσα σπίτι", με ξύλινο
πατάρι, χωμάτινες πεζούλες, γωνιακό τζάκι και
αυλή.
Στο τρίτο χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σπίτι
έχει τρεις κάμαρες σε σχηματισμό κλειστό και
λογικά οργανικό σπίτι -κελάρι- αποθήκη, χωμάτινο
επίπεδο για τον ύπνο και πέτρινη γούρνα για το
πλύσιμο στην αυλή.
Ακολουθεί περισσότερο οργανωμένη κάτοψη σε
σχηματισμό Γ το οποίο γράφεται από το κελάρι, τον
αχυρώνα και το μαγειρείο, ενώ τη θέση της αυλής τη
γεμίζει η σάλα και το υπνοδωμάτιο.
Μια άλλη ενότητα αποτελούν τα πλατυμέτωπα σπίτια
με συμμαζεμένο ξύλινο πατάρι, όπου συναντάμε
εκείνα με μια κάμαρα και μισόκλειστο πατάρι,
εκείνα που στον ίδιο χώρο έχουν δυο αντικριστά
επίπεδα, δηλαδή ξύλινο μαζεμένο πατάρι και
απλωτή πεζούλα και τέλος εκείνα με συμμαζεμένο
πατάρι που είναι τυπολογικά αόριστο και
λειτουργεί σαν εξέδρα, με τα τέσσερα μεσαία
δοκάρια να στηρίζουν το λιακό.
Οι προσόψεις τους είναι τιγμένες δυναμικά καθώς
οι τοξωτές πόρτες που αγγίζουν το ύψος του
σπιτιού, δίνουν την εντύπωση ότι το σπίτι
χτίστηκε για να στηριχθούν πάνω του αυτές οι
πόρτες.
Τα σπίτια αυτά όμως, αποζητούν μετασχηματισμό
και εξέλιξη που θα πραγματοποιηθεί μόνο στις
Κυκλάδες ενώ στην Κρήτη θα διατηρηθεί με επιμονή
ο υπαρξιακός τους χαρακτήρας.
Τα ξύλινα πατάρια (σοφάδες) απελευθερώνονται,
απλώνονται μέσα στο στενόμακρο πλατυμέτωπο
σπίτι και καταλαμβάνουν το μισό. Σκαλιά,
πλατύσκαλα, χωμάτινο επίπεδο, γωνιακό τζάκι
μπροστά και μικρό υπόγειο. Στη συνέχεια το ξύλινο
πατάρι μοιράζεται σε δύο επίπεδα, σχηματίζοντας
πρώτο και δεύτερο πατάρι σε ανισοσταθμία.
Σε άλλη περίπτωση το σπίτι ορίζεται από τα δύο
ξύλινα αντικριστά πατάρια αριστερά και δεξιά,
ενώ σε ακραία παραλλαγή προς το δίπατο, το σπίτι
πλαισιώνεται από πατάρια αριστερά και δεξιά,
χωρίς τη δυνατότητα περαιτέρω εξέλιξης.
Την τέταρτη ενότητα αποτελούν τα σπίτια με
εμφανές πατάρι, οργανικό, προσαρμοσμένο στην
κλίση του οικοπέδου και ένα ξύλινο χώρισμα να το
διαιρεί σε δύο κάμαρες κάτω από τον ίδιο λιακό.
Στη συνέχεια ο λιακός μοιράστηκε στα δύο και
σκεπάστηκε με δύο επίπεδα. Το πατάρι εισχώρησε
και χάθηκε μέσα στην τομή, το τζάκι εξακολουθεί
να είναι γωνιακό, ενώ το ξύλινο
διαχωριστικό(μεσοχώρι) γίνεται πλέον σταθερός
τοίχος. Έτσι δημιουργήθηκε ένας πυρήνας δίπατου
σπιτιού με εξωτερική πέτρινη σκάλα και μονόχωρα
διαμερίσματα πάνω κάτω. Την τελική μορφή του
αποτελεί το απλό δίπατο σπίτι με διπλές κάμαρες
κάτω, τριπλές απάνω, πέτρινη σκάλα απ’ έξω που
ανεβάζει στον εξώστη και ξύλινη εσωτερική, που
ενώνει την αποθήκη με το μαγειρείο, χωρίς να
απουσιάζει φυσικά το πατητήρι και το
"δοχείο" στο στεγαστό.
Στην ίδια παραλλαγή δίπατου σπιτιού με τα
προηγούμενα, αλλά σε πιο σύνθετο σχηματισμό,
ανήκουν και τα σπίτια που έχουν ένα μόνο μέρος
δίπατο και τα οποία βρίσκονται σε ημιτελή μορφή,
με εσωτερική ξύλινη σκάλα και ξύλινο μπαλκόνι,
που αποτελεί ξενικό στοιχείο, τόσο στην κρητική,
όσο και στην αιγαιοπελαγίτικη παράδοση.
Από την ενοποίηση δύο δίπατων σπιτιών που
βρίσκονται σε γωνία, προκύπτει η γνώριμη
παραλλαγή πλατυμέτωπου σπιτιού με εσωτερική
αυλή περιτριγυρισμένη από μαντρότοιχο και
πρόσοψη που χαράσσεται δυναμικά από υδροροές.
Την τελευταία ενότητα αποτελούν τα σπίτια με το
γνωστό πυρήνα του δίπατου σπιτιού με στεγαστό,
εξώστη και ταράτσα. Το φουρνόσπιτο σε λιτή
άρθρωση, απλοχωριά και αναλογίες με εμφανώς
διαχωρισμένες τις λειτουργίες στην κάτοψη,
προέκταση του "στεγαστού" στην αυλή και
ανάπτυξη του στην ταράτσα-εξώστη.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα με το δίπατο
τμήμα και το "στεγαστό" να βρίσκονται σε
σύνθεση αντιθετική και τους κατά μήκος άξονες να
τέμνονται. Πρόκειται για την πρώτη αλλαγή που στη
συνέχεια τροποποιείται με αποτέλεσμα η κάτοψη να
εμφανίζει άρθρωση των στοιχείων του ισογείου και
κλιμακωτή διάταξη των επιπέδων εξαιτίας της
μεγάλης κλίσης του εδάφους.
Έτσι, αποκαλύπτεται ότι η παραδοσιακή
αρχιτεκτονική πορεύεται εξελικτικά
διαγράφοντας εντυπωσιακή αρχιτεκτονική ιστορία
με σταθμούς και προεκτάσεις.
δ.
Πλατυμέτωπα σπίτια με στύλο
Τα πλατυμέτωπα σπίτια με στύλο
αποτελούν σχηματική εξέλιξη με μεγάλο
κατασκευαστικό ενδιαφέρον και συναρπαστικές
τεχνικές δομικές λύσεις.
Ξεκινώντας από το πλατυμέτωπο μονόχωρο,
ζευγόσπιτο με στύλο σε απλή σχεδόν πρωτόγονη
μορφή, σκέτο, λιτό, χωρίς παράθυρα και τζάκι,
προχωράμε στο ίδιο μονόχωρο μακρόστενο που
χτίζεται χωρίς λάσπη αλλά με ξερολιθιά και
φαρδύς τοίχους γύρω στο 1 μέτρο, που ωστόσο
στηρίζονται από έναν δεύτερο τοίχο εσωτερικά με
μορφή αντηρίδας που θα κρατήσει την ξερολιθιά
όρθια δημιουργώντας μια ανεπαίσθητα κυρτή
βαθμιδωτή πυραμίδα. Το σπίτι εξελίσσεται σε
πλατυμέτωπο μονόχωρο με κεντρικό όρθιο στύλο και
μεσαίο δοκάρι που γέρνει και ακουμπάει στην
κορυφή της κολόνας, που ονομάζεται “φράγκα” και
στους απέναντι τοίχους. Ο κεντρικός στύλος
στενεύει προς τα κάτω αντιγράφοντας τα μινωικά
κτίσματα.
Το σπίτι με πατάρι, οργανικό σε κλίση, μονόχωρο,
με μεταβατική παραλλαγή, συνεχίζει την πορεία
στο δίχωρο με μεσοδόκια τραβέρσα, εγκάρσια και
όχι και κατά μήκος. Αργότερα, όμως, υπάρχει ένα
μόνο μεσαίο δοκάρι στο μάκρος που χωρίζει το
σπίτι σε δύο ζώνες, μετατρέποντας το σε κανονικό
δίχωρο. Έπειτα σε τρίχωρο που κλείνει την αυλή
στο εσωτερικό του σε μισό κλειστό, μισό ανοιχτό
σχεδιασμό. Όλες οι κάμαρες έχουν λιακό χωρισμένο
στα δύο από το μεσοδόκι στο οποίο στηρίζεται ο
λυρατζής, ενώ όταν μικραίνει η μονοκάμερα
μικραίνει και το μεσαίο δοκάρι, που στηρίζεται
τώρα σε δύο ξύλινους στύλους αντί σε έναν, όπως
συνηθιζόταν. Στη συνέχεια, οι στύλοι γίνονται
τρεις με πλευρισμένο το στεγαστό και η κάτοψη
εμφανίζεται πιο σύνθετη μέχρι το δίπατο σπίτι να
αποκτήσει δίπατο στύλο με τα χαρακτηριστικά της
φέρουσας κεντρικής κολόνας.
Σπίτια
με λιακό που στηρίζεται σε τόξο.
Ανεκτίμητο για το μεταβυζαντινό
Κρητικό και τον Κρητικό της ενετοκρατίας και της
τουρκοκρατίας, είναι το σπίτι με τόξο. Πρόκειται
για δομικά συγκροτημένο και λειτουργικά
ξεκάθαρο οίκημα που τα συνολικά χαρακτηριστικά
του, επίσης, μπορούν να αναλυθούν σύντομα στις
παρακάτω ενότητες.
Μια πρώτη ενότητα από τέσσερα σπίτια, δυο
στενομέτωπα και δυο πλατυμέτωπα. Στο πρώτο
μονόχωρο, το τόξο είναι εγκάρσιο και στηρίζεται
σε δυο πίλαστρα, που προεξέχουν από τον τοίχο. Στο
δεύτερο σπίτι, που είναι δίχωρο, προστέθηκε ένα
ίσο τμήμα στο βάθος, ο χώρος για το κελάρι. Στο
τρίτο παράδειγμα ένα πλατυμέτωπο μονόχωρο σπίτι
με το τόξο να ορίζει το λιακό, και στο τέταρτο
δίπατο σπίτι εξαιτίας της έντονης κλίσης του
εδάφους κάθε κάμαρα έχει τόξο που στηρίζει την
οροφή του.
Στη συνέχεια στα δυο πλατυμέτωπα σπίτια που
είναι χτισμένα σε έδαφος με πολλή μεγάλη κλίση,
το τόξο στηρίζεται σε δυο άνισα πίλαστρα
δημιουργώντας άλλοτε ένα και άλλοτε δυο πατάρια,
χωρίζοντας το σπίτι σε άνισα τμήματα. Όταν το
τόξο χτίζεται δίπλα στα μονόχωρα δημιουργεί το
στεγαστό που γύρω του θα απλωθούν και άλλες
κάμαρες. Έπειτα, το άνοιγμα του τόξου αυξάνεται
στα έξι μέτρα, ενώ καθώς το πλάτος των σπιτιών
μεγαλώνει το τόξο χωρίζεται στα δύο
δημιουργώντας τοξοστοιχία.
Οι παραλλαγές που θα ακολουθήσουν στην εξέλιξη
της χρήσης του τόξου στο παραδοσιακό κρητικό
σπίτι είναι σχεδόν αναπόφευκτες. Δυο ή
περισσότερα τόξα σε παράλληλο ή κάθετο μεταξύ
τους σχηματισμό.
Δ.
Η Εξέλιξη του Κρητικού λαϊκού σπιτιού
Το σπίτι
με στέγη
Σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης,
κυρίως στα δυτικά μέρη, η στέγη με κεραμίδια έχει
αντικαταστήσει το δώμα. Η ανάγκη της συχνής
επισκευής του δώματος και τα προβλήματα που
δημιουργούσε στην πάροδο του χρόνου, επέβαλαν
την αντικατάσταση του. Σήμερα η αντικατάσταση
γίνεται με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Οι στέγες αυτές είναι συνήθως μονόρριχτες ή
δίρριχτες. Τετράριχτες στέγες συναντάμε μόνο στα
νεοκλασικά σπίτια, όπως αυτά των Αρχάνων
Ηρακλείου, και στα σπίτια με σαχνισί που
συναντάμε στις αστικές περιοχές.
Ο τύπος του αγροτικού σπιτιού με στέγη είναι
συνήθως διώροφος. Στην πιο απλή μορφή του, στο
ισόγειο είναι το πόρτεγο και στον όροφο ο οντάς.
Στο οντά, όπως και στους άλλους τύπους του
διώροφου κρητικού σπιτιού, γίνεται ο ύπνος. Η
επικοινωνία γίνεται εσωτερικά με ξύλινη σκάλα
που στον οντά κλείνει συνήθως με καταπακτή. Όταν
υπάρχει αυλή, η επικοινωνία του ορόφου γίνεται
και με εξωτερική πέτρινη σκάλα.
Ο όροφος καταλαμβάνει ή ολόκληρο τον χώρο που
καταλαμβάνει το ισόγειο ή ένα τμήμα του. Στην
δεύτερη περίπτωση το υπόλοιπο δώμα είναι η
βεράντα του οντά και χρησιμεύει για να
κοιμούνται στο ύπαιθρο τα ζεστά καλοκαιρινά
βράδια ή για να απλώνουν τα σύκα και τις σταφίδες
στον ήλιο να στεγνώσουν. Το πόρτεγο όταν έχει
μεγάλες διαστάσεις ανήκει σ`έναν από τους τύπους
του καμαρόσπιτου. Στην εξέλιξη του σπιτιού, η
κουζίνα βγαίνει από το πόρτεγο, γίνεται ένα
ανεξάρτητο δωμάτιο στην αυλή, σε παράθεση κατά
μήκος του κύριου άξονα του σπιτιού ή σε σχήμα Γ.
Αυτό συμβαίνει με τις αποθήκες, τα κελάρια, το
πατητήρι, τον στάβλο. Έτσι οι τύποι των σπιτιών με
κεκλιμένη στέγη ανήκουν στον πλατυμέτωπο ή
στενομέτωπο ορθογώνιο τύπο ή στον τύπο Γ.
Η αυλή κλείνεται συνήθως με ψηλούς μαντρότοιχους
και τονισμένη τοξωτή εξώθυρα. Εγώ, όπως και στους
άλλους τύπους του κρητικού σπιτιού, υπάρχει η
γούρνα για τα ζώα, το πηγάδι, η παραστιά, ο
φούρνος, η πέργολα για την κληματαριά, οι
πεζούλες.
Η στέγη κατασκευάζεται συνήθως από
χοντροπελεκημένα ξύλα από κυπαρίσσι. Στις
μονόρριχτες στέγες τα δοκάρια φαίνονται συνήθως
στο εσωτερικό. Στις δίρριχτες στέγες
κατασκευάζεται ταβάνι από καδρόνια και τάβλες.
Οι αρμοί καλύπτονται με πηχάκια. Τα κεραμίδια
είναι συνήθως βυζαντινού τύπου και μπαίνουν
κολυμπητά. Στο σύνθετο αυτό τύπο σπιτιού, τα
ανοίγματα έχουν γίνει μεγαλύτερα, πλαισιωμένα
πάντοτε με καλοδουλεμένα πέτρινα πλαίσια και
πέτρινα γείσα για προφύλαξη από τα νερά της
βροχής. Η κατασκευή είναι πιο προσεγμένη και τα
τονισμένα πέτρινα πλαίσια των ανοιγμάτων, τα
τοξωτά υπέρθυρα, οι λαξεμένοι πωρόλιθοι που
τονίζουν τις γωνιές των κτηρίων, θυμίζουν
βενετσιάνικα στοιχεία αφομοιωμένα και
μεταγραμμένα στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Η ενίσχυση
του κάτω μέρους της γωνίας των κτηρίων, ακόμα και
μέχρι το 1898 όπως το παράδειγμα στη Μίλατο,
έρχεται να επιβεβαιώσει την επιρροή της λαϊκής
αρχιτεκτονικής από τα βενετσιάνικα πρότυπα της
Αναγέννησης. Τα στοιχεία αυτά και η ποικιλία των
στεγών σε ύψη και κλίσεις και η πολεοδομική δομή,
δίνουν τελικά στους οικισμούς αυτούς ένα
αναγεννησιακό χρώμα, όπως για παράδειγμα στους
Μαργαρίτες Ρεθύμνου.
Το
σπίτι με στέγη και σαχνισί
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, και
κυρίως τον 19ο αιώνα, εμφανίζεται ένα νέο στοιχείο
στο αστικό σπίτι του νησιού, στις πόλεις Χανιά,
Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Σητεία. Είναι η προσθήκη
ενός κλειστού ξύλινου εξώστη στον όροφο. Ο
εξώστης αυτός είναι το ξώστεγο ή ο ηλιακός των
βυζαντινών, το σαχνισί που χαρακτηρίζει την
αρχιτεκτονική της βαλκανικής χερσονήσου μετά
τον 18ο αιώνα.
Τα κιόσκια,
όπως λέγονται αυτά τα στοιχεία, τα συναντάμε
κυρίως στις πόλεις, μια που οι Τούρκοι κατακτητές
έζησαν τον περισσότερο καιρό, και κατά το
μεγαλύτερο ποσοστό τους, συγκεντρωμένοι σ`αυτές.
Κι ακόμα οι ξύλινες αυτές κατασκευές ενισχύονται
και επιβάλλονται από την Τουρκική Διοίκηση με
τον Αυτοκρατορικό Οικοδομικό Κανονισμό που
συντάχτηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 1856. Στον
κανονισμό αυτό αναφέρεται ακόμα πως για να
χτίσει κανείς κιόσκι έπρεπε να καλέσει το
μηχανικό του δήμου κι αυτός θα καθόριζε το πλάτος
της προεξοχής, ανάλογα με το πλάτος του δρόμου.
Τα ξύλινα αυτά κιόσκια είναι συνήθως προσθήκες
στα παλιότερα βενετσιάνικα κτίρια, κυρίως στα
Χανιά και στο Ρέθυμνο, που προεκτείνουν πάνω από
το δρόμο τον καλό οντά, το δωμάτιο υποδοχής, που
έχει πάρει τη θέση του παλιού πόρτεγου. Τα
παραδείγματα νέων κατασκευών στα πρότυπα των
αρχοντικών με σαχνισί της ηπειρωτικής Ελλάδας
είναι ελάχιστα, όπως το κονάκι του Ρασίχ Αστράκη
στο Ηράκλειο. Οι υπόλοιπες κατασκευές είναι
απλές. Τα κιόσκια αυτά κατασκευάζονται με
ξύλινους προβόλους που στηρίζονται σε ξύλινες
αντηρίδες ή φουρούσια. Η πρόσοψη κατασκευάζεται
από τσατμά ή μπαγδατί που σοβατίζεται ή όπως
γίνεται κυρίως στο Ρέθυμνο, από ξύλινο πέτσωμα,
άλλοτε απλής κατασκευής κι άλλοτε έντεχνα
δουλεμένο, με σκαλιστά φουρούσια και καφασωτά
στα παράθυρα. Στα Χανιά και στο Ρέθυμνο συναντάμε
συχνά τύπους σπιτιών όπου η ξύλινη επένδυση δεν
περιορίζεται στο κιόσκι αλλά επεκτείνεται και
σ`άλλα τμήματα της πρόσοψης του κτιρίου, πολλές
φορές σ`ολόκληρο όροφο.
Στα Χανιά αλλά και στο Ρέθυμνο τα σπίτια αυτά
είναι συνήθως στενομέτωπα. Οι επικοινωνία του
ορόφου με το ισόγειο γίνεται με εσωτερική ξύλινη
σκάλα. Το ισόγειο χρησιμεύει πολύ συχνά για
μαγαζί. Η πρόσοψη του διαμορφώνεται με μια μεγάλη
μαγαζόπορτα, με χαρακτηριστικό ανώφλι σε σχήμα
χαμηλωμένου τόξου. Οι παραστάδες και το ανώφλι
διαμορφώνονται με λαξευτούς πωρόλιθους. Τα
ανοίγματα στο σπίτι γίνονται περισσότερα, κυρίως
το κιόσκι, και τα παράθυρα κλείνονται με τα
απαραίτητα για την εποχή της Τουρκοκρατίας
καφασωτά. Τα σπίτια αυτά καλύπτονται με
τετράριχτες στέγες.
Στο Ηράκλειο, το Μεγάλο Κάστρο όπως το έλεγαν την
εποχή της Τουρκοκρατίας, χαρακτηριστικά είναι τα
κιόσκια από μπαγδατί κι οι αυλές, οι στρωμένες με
χοχλάδια, με τις νεραντζιές, τους κατιφέδες και
το αράπικο γιασεμί που συναντάμε στα βιβλία του
Νίκου Καζαντζάκη. |