ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚH ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ
ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Από το βιβλίο <<ΟΙ 147 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ>>

ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (8000-6200 π.Χ.)

ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΟΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (6200-2800 π.Χ.)
______________________________________________
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (2800-1100 π.Χ.)

Προανακτορική Περίοδος (2800/2600-2000/1900 π.Χ.)
Ανακτορικός Πολιτισμός (1950/1900-1380/1350 π.Χ.)
Μετανακτορικός Πολιτισμός (1380/1350-1100 π.Χ.)
______________________________________________ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ (1100-69 π.Χ.)

Υπομινωική και Πρωτογεωμετρική εποχή (1100-900 π.Χ.)
Γεωμετρική και Ανατολίζουσα εποχή (900-650 π.Χ.)
Αρχαϊκή εποχή (650-500 π.Χ.)
Κλασική εποχή (500-330 π.Χ.)
Ελληνιστική εποχή (330-69 π.Χ.)
______________________________________________
ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (69 π.Χ. - 330 μ.Χ.)

Α΄ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (330-824 μ.Χ.)

ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑ (830-961 μ.Χ.)

Β΄ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (961-1204 μ.Χ.)

ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1206/1212-1669 μ.Χ.)

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1669-1832 μ.Χ.)

ΑΙΓΥΠΤΙΟΚΡΑΤΙΑ (1832-1840μ.Χ.) (Παραχώρηση από τους Τούρκους)

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1840-1898 μ.Χ.)

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1898-1913 μ.Χ.)

ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΜΕ ΕΛΛΑΔΑ 1 Δεκ.1913

Σημείωση: Οι χρονολογίες που δίδονται για τις π.Χ. περιόδους είναι συμβατικές.



Εποχή του Λίθου.

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή.

Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις η πρώτη εγκατάσταση του ανθρώπου στην Κρήτη έγινε στη Νεολιθική εποχή. Όμως ορισμένα κατάλοιπα αποτελούν ενδείξεις ότι το νησί είχε κατοικηθεί από τη Μεσολιθική ή και τη Νεώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Σχετικά σίγουρη ένδειξη παλαιολιθικού πολιτισμού στο νησί χρονολογείται στο 8.000 π.Χ. ή και παλαιότερα ακόμη, στα τέλη δηλαδή της Παλαιολιθικής εποχής, οπότε χαράχθηκαν στο δάπεδο του μυχού ενός σπηλαίου με μικρό βάθος, κοντά στο χωριό Ασφέντου Σφακίων, οι πρώτες γνωστές βραχογραφίες της Κρήτης που ανακαλύφθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960.Το μικρό σπήλαιο βρίσκεται σε μια απόκρημνη πλαγιά στο δρόμο από Ασφέντου προς Καλλικράτη και έχει μπροστά του ένα πλάτωμα με έκταση 2000 περίπου τετραγωνικά μέτρα. Τα χαράγματα, που έγιναν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, γι΄αυτό και συχνά επικαλύπτονται, είναι εικονιστικά (παραστάσεις ελαφιού ή αντιλόπης, τόξου με βέλη, ακοντίου, ίσως πλοίου και μικρού κλαδιού) ή αφηρημένα (γραμμικά και τεκτονικά, όπως και άλλα που σχηματίζονται από μικρές σκαλιστές κουκκίδες). Αποδεικνύουν την ύπαρξη κυνηγών στα σφακιανά βουνά που είτε ήταν παλαιότεροι των νεολιθικών είτε επιβίωσαν σε νεολιθικούς χρόνους, απομονωμένοι, συνεχίζοντας μια παράδοση χιλιετιών.
Άλλες σημαντικές ενδείξεις για την ύπαρξη μεσολιθικού πολιτισμού στην Κρήτη επισημάνθηκαν στις αρχές του αιώνα στην παραλία Τρυπητή του Ηρακλείου και ανατολικότερα ως τις Ρουσσές (περιοχή του σημερινού αεροδρομίου) από τον Γάλλο ερευνητή Φρανσέ. Ήταν μικρολιθικά εργαλεία από πυριτικό πέτρωμα και κατεργασμένες λεπίδες οψιανού. Η ύπαρξη απολεπισμάτων οψιανού μαζί με λεπίδες, κυρίως μέσα και γύρω από τετράγωνα ρηχά κοιλώματα σε βράχια (δάπεδα καλυβιών), δείχνει ότι η επεξεργασία του ξενόφερτου υλικού γινόταν επι τόπου. Ένα παρόμοιο κοίλωμα εντοπίστηκε τα νεώτερα χρόνια σε ανασκαφές στον Κατσαμπά Ηρακλείου. Παράλληλα με τα μικρολιθικά ο Φρανσέ είχε επισημάνει και μεγάλα εργαλεία, πελέκεις από ντόπιο ασβεστόλιθο, που μπορούν να χρονολογηθούν την Παλαιολιθική εποχή. Τα μικρολιθικά εργαλεία χρονολογούνται στην 7η π.Χ. χιλιετία και αντιπροσωπεύουν το πολιτιστικό στάδιο που προηγήθηκε του ακεραμεικού ή προκεραμικού της Κνωσού, μιας περιοχής δηλαδή που αποτελεί την ενδοχώρα της παραλιακής ζώνης Τρυπητής-Ρουσσών.

Νεολιθική και Υπονεολιθική εποχή.

Οι νεολιθικοί χρόνοι στην Κρήτη αρχίζουν γύρω στο 6200 ή 6100 π.Χ. και διαρκούν ως τα μέσα περίπου της 3ης π.Χ. χιλιετίας. Διαιρούνται σε τρεις περιόδους, την Αρχαιότερη, τη Μέση και τη Νεώτερη. Η τελευταία καταλήγει σε μια Τελική Νεολιθική ή Υπονεολιθική εποχή.
Από τη μέση νεολιθική φάση, οι κάτοικοι του νησιού αρχίζουν να χτίζουν πρωτόγονους οικισμούς, σχεδόν πάντα κοντά σε πηγές και σε χώρους των οποίων η καλλιέργειά τους δίνει τα αναγκαία για να ζήσουν. Ο πιο εκτεταμένος και πιο πλούσιος οικισμός σύμφωνα με τα στιγμής δεδομένα είναι της Κνωσού. Οι μεγάλες επιχώσεις μαρτυρούν τη μακρόχρονη διάρκεια ζωής, που εδώ ειδικά αρχίζει από την πρώιμη ήδη νεολιθική φάση. Αξιοπρόσεκτα είναι και τα λείψανα οικισμών στη Φαιστό και στον Κατσαμπά Ηρακλείου. Τα οικοδομικά υλικά είναι πέτρες, συνήθως ακατέργαστες, για τα θεμέλια, πλίνθοι για τους τοίχους, κλαδιά για τη στέγη.
Η δημιουργία οικισμών δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ασφάλεια πουν προσφέρουν οι σπηλιές. Οι περισσότερες από αυτές κατοικούνται έως και το τέλος της ύστερης νεολιθικής φάσης. Οι πιο σημαντικές είναι: του Ακρωτηρίου κοντά στα Χανιά, της Πλατυβόλας στο χανιώτικο οροπέδιο των Κεραμειών, του Γερανίου κοντά στο Ρέθυμνο, του Ελληνόσπηλιου στο Αμάρι Ρεθύμνης, της Ειλείθυιας κοντά στην Αμνισό, της Τράπεζας και της Μιαμούς. Στις σπηλιές κατοικούνται τα κοντά στην είσοδο διαμερίσματα, ενώ τα βαθύτερα χρησιμοποιούνται για την ταφή των νεκρών, κυρίως όμως για θρησκευτικές τελετές. Σαν ταφικοί χώροι χρησιμεύουν και φυσικές κοιλότητες έξω από τις σπηλιές. Ειδικοί χώροι μέσα στις σπηλιές διαμορφώνονται κατάλληλα για την αποθήκευση διαφόρων υλικών, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εργαλείων. Στη σπηλιά του Γερανίου βρέθηκε ένας λάκκος γεμάτος με κόκαλα ζώων και δίπλα ένα πλήθος από μικρά και μεγάλα οστέινα εργαλεία. Η λείανση εξάλλου των πέτρινων εργαλείων δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στις ποταμίσιες με πολύχρωμες φλεβώδεις πέτρες. Πελέκια σφύρες με τρύπα στη μέση για ξύλινο κοντάκι, είναι τα κυριότερα όπλα του νεολιθικού ανθρώπου. Παράλληλα, κοινές είναι οι λεπίδες από οφιανό (ηφαιστειακή πέτρα της Μήλου και Νισύρου).
Τα αγγεία είναι κυρίως λεκανοειδή γίνονται με το χέρι και ψήνονται στη φωτιά της εστίας. Από τη μέση νεολιθική φάση τα τοιχώματα των αγγείων είναι λεπτότερα, η επιφάνεια παίρνει χρώμα γυαλιστερό και πολλές φορές έχει εγχάρακτα γεωμετρικά κοσμήματα. Στην ύστερη νεολιθική φάση τα σχήματα των αγγείων πληθαίνουν, η Τεχνική τελειοποιείται και νέες φόρμες εμφανίζονται, κυρίως κλειστές. Η επιφάνεια τέλος των αγγείων παίρνει μια κοκκινόμαυρη απόχρωση και είναι ιδιαίτερα στιλπνή.
Γενικά η ζωή στη νεολιθική περίοδο είναι ειρηνική και οι κάτοικοι του νησιού προσπαθούν συνειδητά να καλυτερέψουν τους όρους της διαβίωσης τους και να εντείνουν την επίδοση τους για καλλιτεχνικά δημιουργήματα, με τα μέτρα φυσικά της εποχής.

Εποχή του Χαλκού

Προανακτορική περίοδος (2800/2600-2000/1900 π.Χ.).

Η πρώτη προανακτορική φάση έχει χαρακτήρα ακόμη υπονεολιθικό και μεταβατικό, όπως φαίνεται κυρίως στην κεραμική, όπου τα παλιά στοιχεία επιβίωσαν και εξελίχθηκαν σε νέους ρυθμούς. Η χρησιμοποίηση, για πρώτη φορά, κλειστού καμινιού για το ψήσιμο των αγγείων έκανε δυνατή τη δημιουργία τολμηρότερων σχημάτων και νέων διακοσμητικών τρόπων. Οι κύριοι νέοι ρυθμοί είναι του Πύργου (από ένα ταφικό σπήλαιο στη βόρεια κεντρική Κρήτη, κοντά στο χωριό Γούβες) και του Αγίου Ονούφριου (από ένα θολωτό τάφο της Μεσαράς, κοντά στη Φαιστό). Τα αγγεία του ρυθμού Πύργου έχουν μαύρη ή γκρίζα επιφάνεια και στιλβωτή διακόσμηση που μιμείται ίνες ξύλου, με συστάδες γραμμών που συχνά και σπανιότερα με κύκλους ή σπείρες. Τα σχήματα τους είναι ποικίλα, με πιο χαρακτηριστικό το αμφικωνικό κύπελλο. Ο ρυθμός του Αγίου Ονούφριου έχει κόκκινη ή μελανωπή διακόσμηση σε ανοιχτό κιτρινωπό βάθος, με συστήματα γραμμών που συχνά σχηματίζουν πλέγμα όπως οι ψάθες. Από τα σχήματά τους διακρίνονται οι πρόχοι με το σφαιρικό σώμα, τον στρογγυλό πυθμένα και τη ραμφόσχημη προχοή. Άλλος χαρακτηριστικός ρυθμός είναι της Λεβήνας (σημερ. Λέντα), με θέματα ανάλογα του ρυθμού Πύργου, που αποδίδονται, όμως με λευκό χρώμα σε πυρρό συνήθως βάθος. Τα αγγεία έχουν, συχνά, τολμηρές λαβές, κάποτε σε μορφή ζώων. Η εισαγωγή και μίμηση κυκλαδικών αγγείων, και μάλιστα από τη θέση Πηλός της Μήλου, δείχνουν τις στενές σχάσεις των δύο νησιών στην πρώιμη αυτή φάση. Για την οικιστική αρχιτεκτονική δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τους πρώιμους αυτούς χρόνους. Στην ταφική αρχιτεκτονική έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους οι θολωτοί τάφοι (Λεβήνα, περιοχή Μονής Οδηγήτριας Αστερουσίων). Ο ανατολικότερος μέχρι σήμερα γνωστός θολωτός τάφος ανακαλύφθηκε στη Μυρσίνη Σητείας.
Πολύ πιο σημαντική για την εξέλιξη του πολιτισμού είναι η δεύτερη προανακτορική φάση. Οι κύριες εγκαταστάσεις φαίνεται ότι έγιναν στη νότια κεντρική και στην ανατολική Κρήτη. Στη Μεσαρά και στις ακτές του Λυβικού βρέθηκαν τα πιο χαρακτηριστικά ταφικά μνημεία της εποχής, οι μεγάλοι θολωτοί τάφοι, χωρίς όμως να εντοπιστούν και οι οικισμοί των ανθρώπων που θάβονταν εκεί. Στην Κνωσό, όπως και στη Φαιστό, φαίνεται ότι οι οικίες των δυο πρώτων προανακτορικών φάσεων αποκόπηκαν όταν ισοπεδώθηκαν οι λόφοι για την ίδρυση των πρώτων ανακτόρων. Αντίθετα δυο προανακτορικοί οικισμοί έχουν αποκαλυφθεί στην ανατολική Κρήτη, στον Ισθμό της Ιεράπετρας: κοντά στο χωριό Βασιλική ο ένας και κοντά στο χωριό Μύρτος ο άλλος, ενώ οικίες της ίδιας φάσης απαντούν και στα γειτονικά Γουρνιά.
Στην ανατολική και αργότερα στη βόρεια κεντρική Κρήτη, ο τύπος των τάφων που επικράτησε ήταν τα ορθογώνια ταφικά περιφράγματα, που χωρίζονταν σε περισσότερα διαμερίσματα (Ελληνικά και Καστρί Παλαικάστρου, Ζάκρος, Τουρτούλοι Πραισού, Χρυσόλακκος Μαλίων, Φουρνί Αρχανών). Οι νεκροί είτε αφήνονταν στο έδαφος είτε θάβονταν μέσα σε πιθάρια ή σαρκοφάγους, οι παλαιότερες από τις οποίες βρέθηκαν στο ταφικό σπήλαιο Πύργου. Άλλες ταφές γίνονταν σε σπήλαια, στέγαστρα ή σχισμές βράχων (Παχυάμμος, Σφουγγαράς Γουρνιών, Φαράγγι των Νεκρών Ζάκρου) και μικρές σαρκοφάγους σε αμμουδιές. Στους τάφους του Μόχλου και της Μεσαράς βρέθηκαν πολύ αξιόλογα κοσμήματα από χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους και φαγεντιανή, όπως και οι πρώτες σφραγίδες από ελεφαντόδοντο και στεατίτη. Στη χρυσοχοϊκή έχουν χρησιμοποιηθεί όλες σχεδόν οι Τεχνικές (ελάσματα και φύλλα χρυσού, χρυσοκολλητική, συρματοτεχνική και κοκκίδωση). Οι ελεφάντινες σφραγίδες είναι κυλινδρικές ή κωνικές ή έχουν μορφή κεφαλής ζώου και βρέθηκαν σε τάφους του Μόχλου, της Μεσαράς και του Σφουγγαρά.
Στην Τρίτη προανακτορική φάση, η στενή σχέση με τις Κυκλάδες διακόπηκε και δεν υπήρχε άμεση επαφή με την ηπειρωτική Ελλάδα. Στη φάση αυτή μπορούν να αποδοθούν διάφορα κτήρια των κέντρων της Κρήτης (Βασιλικής, Παλαιόκαστρου, Ζάκρου, Αγιάς Φωτιάς, Ψείρας και Μόχλου) και μερικά της κεντρικής, όπως στους οικισμούς Κουμάσας, Απεσωκάρι, Αγίας Τριάδας και Τυλίσσου, καθώς και οι σημαντικές οικίες που βρέθηκαν κάτω από τις αυλές των ανακτόρων Κνωσού, Φαιστού και Μαλίων. Στη φάση αυτή ανήκουν και οι περισσότερες σφραγίδες που βρέθηκαν στους τάφους, από διαφορετικά υλικά και με ποικίλες παραστάσεις. Προς το τέλος της περιόδου οι παραστάσεις άρχισαν να παίρνουν συμβολικό χαρακτήρα σαν γραφή με εικόνες. Η τρίτη προανακτορική φάση έχει χαρακτήρα μεταβατικό προς τη μεγάλη ανακτορική εποχή. Οι Μινωίτες έχουν ήδη μερικές μικρές εγκαταστάσεις έξω από το νησί τους, όπως στη Φυλακωτή της Μήλου και στα Κύθηρα, αλλά και στις θάλασσες κυριαρχούν ακόμη τα πολύκωπα κυκλαδίτικα καράβια.

Ανακτορικός πολιτισμός (1900-1380π.Χ.)

Περίπου το 1950 π.Χ. χτίζονται τα πρώτα ανάκτορα στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Μάλια: είναι έδρες των τοπικών αρχηγών πριγκίπων, κέντρα διοικητικά και θρησκευτικά. Ο πρίγκιπας της Κνωσού εξουσιάζει ολόκληρο το νησί, όπου επικρατεί ειρήνη και ασφάλεια. Οι Κρήτες θαλασσοκράτορες αποικίζουν τα γύρω νησιά και η μινωική παρουσία είναι αισθητή σε διάφορα σημεία της Μεσογείου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν για τον πλούτο των ηγεμόνων και το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο της εποχής. Αριστουργήματα δημιουργούνται σε κάθε τομέα της τέχνης. Ένας ισχυρός σεισμός, περίπου το 1643 π.Χ. καταστρέφει σχεδόν ολοκληρωτικά τα τρία ανάκτορα. Δε σημειώνεται όμως διακοπή του πολιτισμού.
Τα ανάκτορα δεν αργούν να ξαναχτιστούν, πολύ μεγαλοπρεπέστερα. Χτίζεται και το ανάκτορο της Ζάκρου στην ανατολική Κρήτη. Οι Μινωίτες ιδρύουν νέους εμπορικούς σταθμούς. Μετά την καταστροφή όμως αυτή επέρχεται μια αλλαγή της πολιτειακής δομής: δημιουργείται ένα πλήθος τοπικών αρχόντων με πολυτελείς κατοικίες, οι οποίοι είναι υποτελείς του κεντρικού άρχοντα. Είναι η περίοδος της μεγάλης ακτινοβολίας του Μινωικού πολιτισμού που φτάνει στο απόγειο του. Περίπου το 1450 μια μεγάλη καταστροφή ισοπεδώνει όλα τα μινωικά κέντρα. Τα περισσότερα από αυτά εγκαταλείπονται, αλλά η Κνωσός ανοικοδομείται. Η ζωή συνεχίζεται, αλλά τώρα οι άρχοντες είναι Μυκηναίοι. Οι εισβολείς είναι ολιγάριθμοι και σιγά-σιγά θα συγχωνευθούν με τους παλιούς κατοίκους.
Περίπου το 1380-1350 π.Χ. επέρχεται η ολοκληρωτική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού, που δεν ξαναχτίζεται πια. Η Κνωσός και η Φαιστός εξακολουθούν να είναι πυκνοκατοικημένες, και υπάρχει πλήθος άλλων πόλεων στην Κρήτη. Η μεγάλη όμως εποχή για την Κρήτη έχει περάσει. Χάνει τη θαλασσοκρατορία της και η τέχνη παρακμάζει. Περίπου το 1100 π.Χ. οι περισσότεροι οικισμοί εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι τους εγκατασταίνονται σε απρόσιτες ορεινές περιοχές.

Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Όταν στις αρχές του αιώνα μας με τις ανασκαφές του Έβανς έγινε γνωστός ο μινωικός πολιτισμός, ήταν σαν να ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα νεφελώματα του παρελθόντος ένας νέος κόσμος, μυθικός, άγνωστος ως τότε μα απέραντα γοητευτικός. Οι υποθέσεις της αρχαιολογικής επι-στημονικής έρευνας καθώς οι ανασκαφές συνεχίστηκαν έκτοτε από Έλληνες και ξένους για τα προβλήματα του μινωικού πολιτισμού και οι αμφιβολίες όχι μόνο δεν τον στέρησαν από την γοητεία του, αλλά αντίθετα μεγάλωσαν το ενδιαφέρον όλου του κόσμου γι' αυτόν. Το να προσπαθήσει κανείς να δώσει μια εικόνα της μινωικής ζωής δεν είναι βέβαια κάτι εύκολο. Όχι μόνο γιατί πρέπει να στηριχθεί κυρίως στα μνημεία, που είναι αντιφατικοί μάρτυρες, άλλοτε κατηγορηματικοί και άλλοτε δίβουλοι και δίγνωμοι, μα ακόμα γιατί ο μινωικός πολιτισμός, όπως και κάθε ζωντανός οργανισμός, δεν υπήρξε κάτι στατικό και αμετάβλητο. Από το 2600 π.Χ., οπότε τελειώνει ο νεολιθικός πολιτισμός, ως το 1400 π.Χ. δηλαδή 1.200 χρόνια, έζησαν πολλές γενιές ανθρώπων και συνέβησαν πολλά γεγονότα και στο εσωτερικό του νησιού και στον εξωτερικό κόσμο που επηρέασαν και τη δική του ζωή.
Από το 2000 ως το 1700 η νήσος φτάνει σε μεγάλη ακμή. Τα <<γένη>> χάνουν πια τη σημασία τους και οι μικροί τοπικοί πρίγκιπες γίνονται ισχυροί βασιλιάδες. Γύρω στα 1900 χτίζονται τα πρώτα μεγαλοπρεπή ανάκτορα της Φαιστού, της Κνωσού και των Μαλίων. Οι τρεις βασιλιάδες βρίσκονται σε κάποια ισορροπία και οπωσδήποτε οι σχέσεις τους δεν είναι εχθρικές. Στα 1640 περίπου, τα ανάκτορα καταστρέφονται, από ένα καταστρεπτικό σεισμό, για να χτιστούν αμέσως μεγαλύτερα και ωραιότερα. Ο βασιλιάς της Κνωσού Μίνως φαίνεται πως έχει την ολοκληρωτική ηγεμονία του νησιού αυτή την εποχή, ενώ παράλληλα γίνεται και ένας ειρηνικός αποικισμός των Κρητών, κυρίως προς τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μ.Ασίας.
Οι Κρήτες υπήρξαν ναυτικός λαός και οι σχέσεις τους με τους άλλους λαούς που κατοικούσαν γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου είναι κάτι βέβαιο. Στην κυρίως Ελλάδα όπου έχουν εγκατασταθεί οι Αχαιοί η επιρροή της Κρήτης κατά τον 17ο αιώνα είναι φανερή και στην τέχνη και στη μόδα. Οι Αχαιοί όμως, ισχυροί στην ξηρά, γίνονται επίσης σιγά-σιγά ακαταμάχητοι και στη θάλασσα, και έτσι από το 1450 φαίνεται πως είναι κυρίαρχοι της Κρήτης.
Μικρές αγροτικές βίλες στο εσωτερικό του νησιού και μικρές γραφικές πόλεις στα παράλια ή κοντά σε αυτά. Πολλά μαγειρικά σκεύη, υφαντικά βάρη, αγροτικά και ξυλουργικά εργαλεία που έχουν βρεθεί, από τις αγροτικές περιοχές, ελαιοπιεστήρια και πατητήρια είναι οι βουβοί μα και οι εύγλωττοι μάρτυρες για τις ασχολίες των κατοίκων των αγροτικών περιοχών. Μπορεί να φαντασθεί κανείς τα μικρά αγροτικά σπιτάκια τους, περι-τριγυρισμένα από καρποφόρα δέντρα, όπου οι άντρες ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το κυνήγι, τη μελισσοκομία και οι γυναίκες με τα έργα του σπιτιού: το άλεσμα του σταριού στους οικιακούς μύλους, το φάσιμο, το ράψιμο και το κέντημα των ρούχων. Από τα απανθρακωμένα προϊόντα και τα μινωικά ονόματα των φυτών φαίνεται άλλωστε ότι οι μινωίτες καλλιεργούσαν τα δημητριακά, τα όσπρια, άφθονα λαχανικά στους κήπους, ενώ το σπουδαιότερο μέρος της παραγωγής είναι το κρασί, το λάδι και το στάρι.
Από αυτούς γνώρισαν τα προϊόντα αυτά και οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου. Η αρχαία παράδοση δείχνει πως οι Μινωικοί Κρήτες υπήρξαν δάσκαλοι των συστηματικών καλλιεργειών της ελιάς, της αμπέλου και του σιταριού στην άλλη Ελλάδα. Κρητικός είναι ο Στάφυλος γιος του θεού Διονύσου και της κρητικιάς βασιλοπούλας Αριάδνης - που κατέφυγε στην Πεπάρηθο- σημερινή Σκόπελο- και από αυτόν κατάγονται η Σπερμώ, η Οινώ και η Ελαϊς. Στη Σαμοθράκη βρέθηκαν πρόσφατα πινακίδες με κρητικά ιερογλυφικά, όμοιες των οποίων βρέθηκαν παλαιότερα στην Κνωσό, και αναφέρουν την εισαγωγή κλιμάτων αμπέλου. Οι Μινωικοί Κρήτες όμως δεν υπήρξαν απλά καλοί γεωργοί. Παρατηρητικώτατοι, μελετούν τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών. Μια λαϊκή ιατρική, βασισμένη στην πείρα τους κάνει να ξεχωρίζουν τα φυτά, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην φαρμακευτική (Σφραγίδες με κρητική ιερογλυφική γραφή που βρέθηκαν στη Ζάκρο αναφέρουν είδη φαρμάκων, όπως π.χ. τη στρυχνίνη, στο σφράγισμα με τον περίφημο ελαφοκέφαλο). Τα αρωματικά φυτά και οι αρωματικοί σπόροι έχουν μεγάλη ζήτηση και πολύ γρήγορα αποτελούν αντικείμενο εμπορίου. Οι αγρότες αυτοί έχουν επίσης κοπάδια από βόδια, πρόβατα, χοίρους, κατσίκες.
Ιδιαίτερα χρήσιμα για τις μεταφορές και τη γεωργία είναι τα βόδια. Οι μινωίτες δεν ξέρουν το άλογο που για πρώτη φορά εισάγεται στα Υστερομινωικά χρόνια (1600 π.Χ.), ξέρουν όμως τα γαϊδουράκια, τα οποία με την αιώνια υπομονή τους διασχίζουν τους δρόμους που συνδέουν τα διάφορα κέντρα, στα οποία συγκεντρώνονται τα προϊόντα των αγρών και η ξυλεία των βουνών. Οι δρυς, τα έλατα, τα κυπαρίσσια, που σκεπάζουν τα ψηλά κρητικά βουνά, είναι χρησιμότατα για την κατασκευή ναυτικού στόλου.
Αλλά ο μινωικός πολιτισμός δεν υπήρξε έργο αγροτών. Εκτός από τον πληθυσμό που κατοικεί στην ύπαιθρο υπάρχει και ένα πλήθος ανθρώπων που ζουν σε μεγαλύτερα κέντρα. Αυτά δεν απέχουν πολύ από την θάλασσα ή τις ακρογιαλιές. Ποτέ τα παράλια της Κρήτης ιδίως στα ΒΑ του νησιού - δεν κατοικήθηκαν τόσο πυκνά. Οι μεγαλύτερες από τις μινωικές αυτές πόλεις, που κάποτε είναι πολυάριθμες, έχουν ένα κέντρο και σε αυτό οδηγούν οι στενοί πλακόστρωτοι δρόμοι, ανάμεσα στα σπίτια που δίνουν την εικόνα μιάς ζωής ανεπτυγμένης. Το σημείο που κυριαρχεί είναι τα μεγάλα ανάκτορα (Φαιστός, Κνωσός, Μάλια, Ζάκρος). Οι αυλές τους, οι κήποι τους, οι αίθουσες υποδοχής, τα ιερά, τα ιδιαίτερα διαμερίσματα, οι αποθήκες, το ύψος τους, με τα πολλά πατώματα και τις βεράντες, αποτελούν ένα πολυδαίδαλο συγκρότημα. Μεγαλοπρεπή είναι και τα γύρω από τα ανάκτορα ή τις πριγκηπικές κατοικίες σπίτια, που φαίνεται πώς ανήκουν σε ανωτέρους στρατιωτικούς ή διοικητικούς υπαλλήλους ή και σε ιερείς (όπως η περίπτωση των Αρχανων για την Κνωσό). Τα επιμελημένα εσωτερικά με τοίχους σκεπασμένους από γυαλιστερό γυψόλιθο ή θαυμάσιες τοιχογραφίες, με πατώματα στιλπνά, με οροφές επιμελημένες, με υδραυλικές εγκαταστάσεις και λουτρά, μαρτυρούν μια κοινωνία κομψή με απαιτήσεις, που χτίζει σπίτια άνετα και απαιτεί καλαισθητικά εσωτερικά. Αλλά και μέσα στα σπίτια αυτά βρίσκονται μικρά στενόχωρα δωμάτια και λίγο μακρύτερα από τα μεγάλα αυτά μέγαρα υπάρχουν φτωχικές κατοικίες.
Χαρακτηριστική εικόνα για την ιδιαίτερη σύσταση μιας μινωικής πόλης δίνουν τα Γουρνιά με τα στενά εργαστήρια, που ο χρόνος διαφύλαξε, και το μέγαρα του άρχοντα ψηλά στην κορφή του λόφου, που είναι χτισμένη η πόλη. Δεν θα μπορέσει κανείς να καταλάβει την κοινωνική οργάνωση του μινωικού κόσμου αν δεν εννοήσει τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της μινωικής οικονομίας που βάση της είναι το ανάκτορο. Όλη η ζωή της πόλης είναι κλεισμένη στο ανάκτορο και γύρω από αυτό. Ο βασιλιάς έχει θεία δύναμη. Είναι ο μεγάλος αρχιερέας, ο ανώτατος δικαστής και ο αρχιστράτηγος. Περιβάλλεται από ιερείς, αξιωματούχους, υπαλλήλους. Απ' αυτόν εξαρτάται η γραφειοκρατία του ανακτόρου. Στα απόμερα διαμερίσματα οι γραφείς καταγράφουν στις πινακίδες τους δούλους, τον οπλισμό, τα ποίμνια και τα εισοδήματα του ανακτόρου ενώ στρατιώτες αγρυπνούν και φρουρούν για την τάξη. Ο κρατικός πλούτος ανήκει στον βασιλιά. Σ' αυτόν επίσης ανήκει και ο στόλος. Οι πρίγκιπες των επαρχιών είναι αντιπρόσωποί του και η ζωή τους πρέπει να είναι ανάλογη. Πλούτος και πολυτέλεια τους δίνει την κοινωνική παράσταση που επιβάλλει η θέση τους. Ανώτερος διπλωμάτης ο βασιλιάς δέχεται στην αυλή του τους αντιπροσώπους των ξένων κρατών, αλλά και οι πρίγκιπες του Παλαίκαστρου, της Ψείρας ή του Μόχλου, πολλές φορές υποδέχονται τους επίσημους ανατολίτες που φτάνουν από την Συρία ή την Κύπρο. Οι εμπορικές ανταλλαγές ειδών σε μεγάλη κλίμακα γίνονται επίσης από τα ανάκτορα. Τα αιγυπτιακά κείμενα μιλούν για τις ανταλλαγές που κάνει ο Φαραώ με τη Βαβυλώνα, την Κύπρο και την Κρήτη. Οι <<Κεφτί>> (Κρήτες) παίρνουν από τον Φαραώ χρυσάφι και ελεφαντόδοντο, πολυτελή υφάσματα και αρώματα, σκλάβους της Νουβίας και Παιχνιδιάρικους πιθήκους για τους βασιλικούς κήπους του Μίνωα. Σε αντάλλαγμα προσφέρουν στο Φαραώ τα θαυμαστά προϊόντα της μεταλλοτεχνίας τους. Ανταλλαγές σε μικρή κλίμακα ίσως γίνονται και με ιδιώτες. Εμπόριο όμως σε μεγάλη έκταση, βασισμένο στην ατομική πρωτοβουλία είναι αμφίβολο αν υπήρχε στα μινωικά χρόνια. "Δήμος" δεν φαίνεται να υπάρχει στο μινωικό κόσμο, ενώ αντίθετα αναμφίβολη πρέπει να θεωρείται η δουλεία. Ένα πλήθος τεχνιτών είναι εξαρτημένοι από τα ανάκτορα ή τις πριγκηπικές επαύλεις. Εκεί έχουν τα εργαστήριά τους και παράγουν θαυμάσια έργα κεραμικής, γλυπτικής, χρυσοχοΐας ή σφραγιδο-γλυφίας για χάρη του βασιλιά ή του πρίγκιπα. Φυσικά δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι υπάρχουν τεχνίτες που αποτελούν μια οπωσδήποτε ελεύθερη τάξη, οργανωμένοι σε συντεχνίες που εργάζονται σε παζάρια μέσα στις πόλεις.
Βασιλικοί ή μη, οι τεχνίτες αυτοί κάνουν όμως πάντοτε αριστουργήματα και είναι φανερό ότι το ζωηρό και εφευρετικό μυαλό τους δεν γνωρίζει περιορισμούς.
Η Καλλιτεχνική ελευθερία που έχει ο μινωίτης τεχνίτης είναι κάτι το αναμφισβήτητο. Αυτό εξηγεί και την ποικιλία των μορφών και την αναζήτηση νέων εκφραστικών τρόπων, που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της μινωικής αγγειογραφίας και πλαστικής αλλά και την ύπαρξη θαυμαστών τοπικών εργαστηρίων σε όλο το νησί.
Τα ταξίδια, η εργασία, η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού δεν είναι όμως το πάν για τη ζωή των ανθρώπων αυτών. Θερμές μεσογειακές φύσεις έχουν καταλάβει τη γλύκα της ζωής και η διαθεσή τους είναι κοσμική και πρόσχαρη. Αγαπούν τις γιορτές, τις τελετές, το χορό, τα τραγούδια. Ο Όμηρος όταν αναφέρει ότι οι Κρήτες είναι σπουδαίοι χορευτές διασώζει μια παλιά μινωική ανάμνηση. Ο χορός είναι κάτι που ανταποκρίνεται στο πνεύμα αυτών των ευκίνητων ανδρών και των μελαχρινών γυναικών, που είναι γεμάτες φιλαρέσκεια και χάρη. Τις φαντάζεται κανείς να ζουν στα κομψά και απλά επιπλωμένα σπίτια τους, δροσερά το καλοκαίρι και θερμασμένα το χειμώνα, με κινητά μαγκάλια, με δωμάτια ολόφωτα και άλλα μισοσκότεινα που ακόμα και τη μέρα πρέπει να φωτίζονται από τους λύχνους και βλέπει ότι ιδιαίτερη φροντίδα τους είναι η ομορφιά τους. Το νερό που κυλά άφθονο στα διαμερίσματα τους δείχνει πως ήξεραν ότι η κύρια βάση της ομορφιάς είναι η καθαριότητα. Έπειτα έρχεται η σωματική άσκηση, που δίνει στο σώμα νεανική ευλυγισία, χάρη και κομψότητα. Οδηγούν ίσως τα άρματα, παίρνουν μέρος στα ακροβατικά γυμνάσια με τον ταύρο και συμμετέχουν πάντα στις γιορτές, στις τελετές και στα συμπόσια. Αντίθετα με ότι συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα που η γυναίκα ήταν κλεισμένη στα βάθη του σπιτιού ή μινωίτισσα είναι πανταχού παρούσα. Η αβρότης των κυριών του μινωικού κόσμου τις τοποθετεί στις πρώτες θέσεις όταν γίνονται δημόσιες συγκεντρώσεις. Φτάνουν με φορεία, που τα κρατούν δούλοι και κατεβαίνουν απ΄αυτά κομψές και αρωματισμένες, γεμάτες πρόσχαρη διάθεση. Στις τοιχογραφίες προβάλλουν φλύαρες και κοσμικές ενώ περιμένουν την έναρξη κάποιας τελετής. Άλλοτε πάλι στα ήσυχα σαλόνια των μεγάρων καθισμένες ώρες γαλήνιες, κεντούν ή παίζουν ζατρίκιο. Η επαφή με το άλλο φύλο τονώνει τη γυναικεία τους φιλαρέσκεια. Από τα ειδώλια μας είναι γνωστή η μινωική μόδα. Η κεντρική αρχή της είναι να τονίσει τη θηλυκότητα και τις καμπύλες του σώματος. Οι φούστες των φορεμάτων, είναι πλούσιες, πολύχρωμες, με πολλά βολάν, άλλοτε με μεγάλες πιέτες, άλλοτε ολοκέντητες, άλλοτε με ζώνες πλατιές που δένουν σε φιόγκους ή σφίγγονται στη μέση. Το κορσάζ πολύ στενό αφήνει συνήθως το στήθος γυμνό, έχει κοντά μανίκια και στολίζεται με κορδέλες, κεντήματα και κάποτε με πανύψηλους γιακάδες. Συχνά φορούν καπέλα και έχουν πάντοτε πλούσια μαλλιά χτενισμένα πολύπλοκα και στολισμένα με κοσμήματα. Πλούσιες και φτωχές τρελαίνονται για τα κοσμήματα, ακριβά ή φτηνά. Συχνά όταν κυκλοφορούν ξυπόλυτες στα γυαλισμένα αστραφτερά δάπεδα των σπιτιών τους έχουν βραχιόλια στα πόδια τους. Φυσικά άλλοτε φορούν παπούτσια και αυτές οι θερμές μεσογειακές γυναίκες είναι βέβαιο πως βάφουν τα χείλη, το πρόσωπο, τα νύχια των χεριών και των ποδιών τους ίσως και τα μαλλιά τους, όπως και οι μεταγενέστερές των Αρχαίες Ελληνίδες. Η φιλαρέσκεια του λεγόμενου συνετού φύλου των ανδρών δεν είναι πολύ μικρότερη. Αφήνουν και αυτοί πλούσια μαλλιά, είναι όμως πάντοτε χωρίς γένεια και καλοξυρισμένοι. Μ΄όλο που το ένδυμά τους είναι πολύ απλό - ένα περίζωμα από τη μέση ως πάνω από τα γόνατα - φορούν και αυτοί πολλά κοσμήματα. Η εμφάνισή τους όμως είναι αρρενωπότατη. Αυτό το χρωστούν βέβαια στον αθλητισμό. Το τρέξιμο, η πάλη, τα ακροβατικά γυμνάσια όταν παίζουν με τον ταύρο είναι τα αγαπημένα τους αγωνίσματα. Σαν θαλασσινοί είναι βέβαια και άριστοι κολυμβητές, ενώ σαν τοξότες διαπρέπουν στο σημάδι.
Η πολιτική ζωή, οι επιδιώξεις οι επαγγελματικές, οι χαρές και οι πόνοι της καθημερινής ζωής δεν είναι οι μόνοι κύκλοι γύρω από τους οποίους κινείται ο μινωικός κόσμος. Όλα αυτά επηρεάζονται βαθύτατα από τη θρησκεία. Κάθε πνευματική και καλλιτεχνική εκδήλωση εμπνέεται από τη Μεγάλη Μινωική θεά που κυριαρχεί, όχι μόνο στο σύμπαν αλλά και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Είναι η μεγάλη θεά - Μητέρα και εμφανίζεται με πάρα πολλές ιδιότητες. Είναι "πότνια θηρών" ή "δαμάστρια των θηρίων", "Βριτόμαρτις" που σημαίνει γλυκιά παρθένα, παρθενική θεά και θεά των τοκετών, ειρηνική, αλλά και προστάτισσα του πολέμου. Είναι θεά της γης, αλλά και της θάλασσας και του ουρανού. Αυτή σείει τα σπλάχνα της γης και κάνει τα δένδρα, τα φυτά και τα λουλούδια να ανθίζουν και να καρποφορούν. Σε αυτήν ανήκουν τα άστρα του ουρανού, αυτή κυριαρχεί στα κύματα, αυτή προστατεύει τα πλοία των ναυτικών. Άλλοι θεοί δεν υπάρχουν.
Συχνά μόνο συνοδεύεται από ένα νεαρό θεό της βλάστησης και από άλλα δαιμονικά όντα. Ο κρητικός λαός πίστευε ότι η ίδια η βλάστηση ήταν ενσάρκωση ενός Νεαρού Θεού ή Θείου Βρέφους. Ακολουθώντας τον ετήσιο κύκλο της φύσης με τη βλάστηση δένδρων και φυτών και τον μαρασμό τους στη συνέχεια, οι Μινωίτες μετέφεραν σε επίπεδο θρησκευτικό τη γέννηση, τον θάνατο και την αναγέννηση του Νεαρού Θεού. Ο θεός αυτός άλλοτε ονομάζεται Βέλχανος (κύριος των θηρίων) και άλλοτε Υάκινθος (αδύναμος σαν παιδί), και στις ποικίλες μινωικές απεικονίσεις εμφανίζεται είτε ως σύντροφος της Μητέρας Θεάς είτε ως βρέφος της. Συχνά όμως στη θέση του Νεαρού Θεού οι Μινωίτες λάτρευαν και μια Νεαρή Θεά που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Για τους πιστούς αυτή η θεά ήταν η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα. Είναι φανερό πως η μινωική θρησκεία υπήρξε μια ατελής μονοθεΐα, συνδυασμένη με πανάρχαιες αναμνήσεις λιθολατρείας. Κέντρο της λατρείας είναι η θεά της οποίας η παρουσία συμβολίζεται με άπειρα ιερά σύμβολα: διπλούς πελέκεις, τρίαινες, αστέρες, κεραυνούς, στάχυα και άλλα.
Οι μινωίτες τη λατρεύουν μέσα στα σπήλαια και μέσα στο ζοφερό σκοτάδι όπου προβάλλουν σαν μαγικά όντα οι σταλακτίτες καταλαμβάνονται από βαθιά μυστικοπάθεια. Τη λατρεύουν ακόμα μέσα σε απόμερα σκοτεινά οικιακά ιερά ή στις κορφές των βουνών όπου ανάβουν μεγάλες καθαρτήριες φωτιές και με προσευχές, μαγικές τελετουργίες και επικλήσεις, προσπαθούν να έλθουν σε επαφή με τη θεότητα. Αλλά τελετές φαίνεται ότι γίνονται και στους ανοικτούς χώρους, στις αυλές των ανακτόρων και στα ιερά άλση. Οι τελετές αυτές με την παρουσία του βασιλιά, των αξιωματούχων, των ιερέων και των μουσικών που συνοδεύουν τις ιέρειες όταν εκτελούν τους ρυθμικούς εκστατικούς χορούς τους και με το πλήθος του κόσμου που συμμετέχει, παίρνουν χαρακτήρα πάνδημων εκδηλώσεων.
Ανώτατη ιέρεια είναι η βασίλισσα η οποία ύστερα από ορισμένη τελετουργική τάξη κάνει την εμφανισή της και η παρουσία της συμβολίζει την επιφάνεια της θεότητας. Αν σε αυτές τις τελετές προσθέσει κανείς τις θυσίες των ζώων, τις σπονδές και τα ακροβατικά παιγνίδια με τον ταύρο δεν θα ήταν τολμηρό να υποθέσει ότι η μινωική θρησκεία συνδύαζε τη μυστικοπάθεια με ένα έντονο κοσμικό πνεύμα.
Αυτό που δεν ξέρουμε από τις γιορτές αυτές είναι οι ιερατικοί ύμνοι. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν και για τη μινωική λογοτεχνία. Ένας λαός όμως με τόση θερμότητα και καλλιτεχνική ευαισθησία, πρέπει να τραγούδησε στη γλώσσα του, που ήταν η ελληνική, όχι μόνο τις χαρές και τις λύπες του, μα και το δέος του μπρος στο θείο. Σκοτεινές μένουν και οι αντιλήψεις των μινωιτών για το θάνατο. Σέβονται τους νεκρούς, τους θάβουν σε λαξευτούς τάφους, ή σε πιθάρια, ή σε σαρκοφάγους, τους αποθέτουν τις σφραγίδες, τα όπλα, τα αγγεία τους, τους θυσιάζουν με θυμιατήρια, αλλά τι ακριβώς πιστεύουν; Πως χάνεται η ψυχή μαζί με το σώμα ή πως διατηρεί ο άνθρωπος στον άλλο κόσμο μια χλωμή, ακαθόριστη ύπαρξη; Μα πάνω σε αυτό το ζήτημα ούτε και το διαυγές αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν υπήρξε απόλυτα συνεπές. Ίσως ανάλογες ήταν και οι αντιλήψεις των Μινωιτών, αφού σύμφωνα με την <<ιερογλυφική>> και την Γραμμική Α΄, γραφή τους, Έλληνες ήταν και αυτοί. Αυτό πάντως που φαίνεται σίγουρο είναι πως οι Μινωίτες Έλληνες δεν βασανίζονται από μεταφυσικούς τρόπους, όπως άλλοι σύγχρονοι τους ανατολικοί λαοί, ούτε προσπαθούν να διατηρήσουν τα πάντα γύρω από το νεκρό και για χάρη του νεκρού, όπως γίνεται στην Αίγυπτο. Ζώντας μέσα στη φαντασμαγορική ομορφιά της μεσογειακής φύσης πού τους κύκλωνε, με τα καθαρά και φωτεινά της χρώματα, ένιωθαν έντονα μέσα στα στήθη τους την αγάπη αυτής της πρόσκαιρης ζωής. Ήξεραν βέβαια ότι και αυτοί θα πεθάνουν, αλλά αντιμετώπιζαν το θάνατο δημιουργώντας για την αιωνιότητα. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν πότε θα ερχόταν ο χαλασμός. Η μεγάλη θεά τους δεν τους έσωσε για πάντα από την καταστροφή. Μια μέρα ή μια σειρά από μέρες γύρω στο 1450 σεισμοί και ένα μεγάλο σεισμικό κύμα, που το προκάλεσε η έκρηξη της θήρας, σάρωσε το έργο ολόκληρης της ζωής τους. Έτρεξαν να σωθούν στα βουνά, αφήνοντας πίσω τους ότι είχαν και δεν είχαν. Δεν πρόφτασαν, όμως να συνέλθουν, γιατί σε λίγο η κατακτητική ορμή των Αχαιών τους ανάγκασε να αναγνωρίσουν την αχαϊκή κυριαρχία στη χώρα τους, θέλοντας και μη. Άλλοι έφυγαν και ζήτησαν στα ξένα νέα φιλόξενη γη, άλλοι κατέφυγαν σε απομονωμένες περιοχές. Και μέσα στην αγωνία των δύσκολων ημερών της ζωής τους, όπως και μέσα στη χαρά των παλιών καλών ημερών, ένα μόνο δεν θα φαντάζονταν: ότι ύστερα από χιλιάδες χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη θα αναζητούσε τα ίχνη τους και θα προσπαθούσε με αγάπη να νιώσει τα προβλήματα της ζωής τους.

Ο μινωικός αποικισμός.

Η ελληνική παράδοση μιλά συχνά για εγκαταστάσεις Κρητών, υπό την αρχηγία βασιλέων και πριγκίπων της εποχής του Μίνωα, στον αιγαιακό νησιώτικο χώρο. Ο Ραδάμανθυς π.χ., εγκαταστάθηκε στην Εύβοια και η ακολουθία του σε μικρότερα νησιά (ο Στάφυλος στην Πεπάρηθο - σημερινή Σκόπελο -, ο Οινοποίων στην Χίο, ο Άνιος στη Νάξο, ο Ευάνθης στη Θάσο). Αυτοί έφεραν μαζί τους και μετέδωσαν τη γνώση της καλλιέργειας των δημητριακών, του αμπελιού και της ελιάς. Ο ίδιος ο Μίνωας, κατά την αρχαία περάδοση, ίδρυσε αποικίες στην Κέα και τη Μεγαρίδα. Πολλές πόλεις με την ονομασία "Μινώα" υπήρχαν στα νησιά του Αιγαίου και στην περιοχή της δυτικής Μεσογείου. Ο Αλθαμένης εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, ο Σαρπηδών μετανάστευσε στη Λυκία, ενώ ο Μίλητος ίδρυσε ομώνυμη πόλη στην Καρία. Οι Κάρες και οι Λύκιοι είχαν πάντοτε θεωρηθεί κρητικής καταγωγής και πολλά τοπωνύμια της ΝΔ Μικράς Ασίας και της Κρήτης, είναι συγγενικά. Αλλά και τα πιο σημαντικά ελληνικά ιερά, των Δελφών, της Ολυμπίας και της Ελευσίνας, συνδέονται σε ορισμένους μύθους με την Κρήτη. Στα Κύθηρα, η λατρεία της Αφροδίτης ήταν πολύ συγγενική με εκείνη της μινωικής θεότητας, όπως και η λατρεία της Παφίας Αφροδίτης, στην Κύπρο.
Έμμεσο συσχετισμό με την Κρήτη δείχνουν παραδόσεις για την προέλευση των μυκηναϊκών δυναστειών από μακρινές χώρες, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη και τη Λυκία, όπου είναι γνωστό ότι υπήρχαν μινωικές εγκαταστάσεις. Οι Μινύες, με όνομα συγγενικό με εκείνο του Μίνωα, εγκαταστάθηκαν στην Ιωλκό και ο πολιτισμός τους είχε κρητομυκηναϊκό χαρακτήρα. Οι ανασκαφικές έρευνες απέδειξαν ότι κάτω από τον μυθικό μανδύα κρύβεται η ιστορική πραγματικότητα της αποικιακής εξάπλωσης των Μινωιτών. Στη Μήλο, π.χ., ιδρύθηκε στις αρχές της Νεοανακτορικής εποχής μια από τις σπουδαιότερες αποικίες. Η ακμή του λεγόμενου δεύτερου οικισμού της Φυλακωτής, με στοιχεία πολύ γνώριμα από την κρητική αρχιτεκτονική, συμπίπτει με τη δεύτερη νεοανακτορική φάση. Την ίδια εποχή άκμασε, στην Αγία Ειρήνη της Κέας, ένας πολύ ανάλογος οικισμός, προστατευμένος προς το εσωτερικό με τείχος που είχε πύλες και πύργους, όπως της Φυλακωτής. Πολύ ιδιότυπο είναι το ιερό του κοντά στην ανατολική πύλη, με πρόναο, σηκό, άδυτο και δωμάτια διακονικού, στο οποίο αποκαλύφθηκαν τα μεγαλύτερα γνωστά πήλινα ειδώλια της μινωικής θεάς. Στη Θήρα, στη θέση Ακρωτήρι, ανακαλύφθηκε κάτω από παχύ στρώμα ελαφρόπετρας και τέφρας ένας από τους σημαντικότερους και καλύτερα διατηρημένους μινωικούς οικισμούς του Αιγαίου. Ο πλούτος των οικιών του, με τα δύο ή τρία πατώματα, τις ωραίες τοιχογραφίες και τις μεγάλες αποθήκες τους, δείχνει εκλεπτυσμένη ζωή, ανάλογη με την ανακτορική της Κρήτης. Στη Σκόπελο ανακαλύφθηκε βασιλικός τάφος με κτερίσματα κρητομυκηναϊκής τέχνης στην τοποθεσία Στάφυλος. Στα Κύθηρα ανασκάφηκε κρητική αποικία. Στη Ρόδο, στη θέση Τριάντα, υπήρχε μινωικός οικισμός, ενώ μινωικοί λαξευτοί τάφοι βρέθηκαν στην Κώ και στην Κάρπαθο. Εγκαταστάσεις που δείχνουν στενή σχέση με τον μινωικό πολιτισμό βρέθηκαν στη Μίλητο και στην Ιασό της Καρίας και πραγματικές μινωικές αποικίες στη Φοινίκη, ιδίως στην Ουγκαρίτ (σημερ. Ρας-Σάμρα). Ο μινωικός πολιτισμός δίδαξε πολλά στους Αχαιούς, που μπορεί να ήταν ένοχοι για το χαμό του. Στις Μυκήνες βρέθηκαν αρκετά είδη, που μιλούν για την κρητική επίδραση. Οι Αχαιοί διδάχτηκαν από τους Κρητικούς τη γεωργία και τη ναυτιλία. Οι Αχαιοί ήταν μαχητικοί. Οι Μυκήνες είναι φρούριο. Μέχρι σήμερα διατηρούνται τα κυκλώπεια τείχη των. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός δεν διατήρησε τη φινέτσα του μινωικού.

Μετανακτορικός πολιτισμός (1380/1350-1100 π.Χ.).

Η καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού δεν σήμανε ολοκληρωτική παρακμή της Κρήτης. Ο Μινωικός πολιτισμός συνεχίστηκε, μολονότι είναι φανερή η σταδιακή παρακμή. Οι Μυκηναίοι κυριαρχούν πλέον στο Αιγαίο και στις αγορές της Ανατολής, υποσκελίζοντας τους άλλοτε κραταιούς Μινωίτες. Ο Κρητικός Πολιτισμός επηρεάζεται από τον Μυκηναϊκό, αλλά δεν αφομοιώνεται πλήρως από αυτόν. Αν και επαρχία του μυκηναϊκού κράτους, η Κρήτη διατηρεί τους δεσμούς με το ένδοξο παρελθόν της. Η ανάμνησή της είναι ζωντανή μέχρι τα χρόνια του Ομήρου, ο οποίος αναφέρει την Κνωσό και τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Δαίδαλο και τον "χορό", δηλαδή το χοροστάσιο που κατασκεύασε για την Αριάδνη. Ακόμη και στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου, η Κρήτη αποτελούσε αξιόλογη δύναμη, αφού ο Ιδομενέας, βασιλιάς της Κνωσού, πήρε μέρος σάυτόν με 80 πλοία.
Η καταστροφή του 1380/1350 π.Χ. που ίσως οφειλόταν σε αιφνιδιαστική επίθεση δεύτερου κύματος Αχαιών, θα συνετέλεσε οπωσδήποτε στη μαζικότερη εγκατάσταση αχαϊκών στοιχείων από την Αττική και την Πελοπόννησο και επιβεβαιώνεται από πολλά τοπωνύμια στην Κρήτη και από την ελληνική παράδοση. Η εμφάνιση όμως γνήσιων μυκηναϊκών στοιχείων έγινε μόνο ύστερα από πενήντα χρόνια. Από τους μετανακτορικούς οικισμούς, που πρέπει να ήταν πολλοί -αν κρίνει κανείς από τους πολυάριθμους τάφους της εποχής- έχει ανασκαφεί μόνο ένας, στο Κεφάλι του Χόνδρου Βιάννου. Μέρη οικισμών της ίδιας εποχής έχουν ανασκαφεί στον Στύλο και στον Σαμωνά Αποκορώνου, όπως και στο Καστέλι Χανίων. Εγκαταστάσεις μετανακτορικών ιερών σε ερείπια παλαιότατων κτηρίων βρέθηκαν σε πολλά μέρη, όπως στην Κουμάσα, στη Μητρόπολη Γόρτυνας, στα Γουρνιά και στο Παλαίκαστρο. Η κεραμεική, οι θολωτοί και λαξευτοί τάφοι, η σφραγιδογλυφία, συνέχισαν το τελευταίο στάδιο εξέλιξης του ανακτορικού ρυθμού. Άρχισαν όμως να παρακμάζουν όλα αυτά στην τελευταία φάση της περιόδου.
Η τελευταία μετανακτορική φάση συμπίπτει με την αναστάτωση που προκάλεσε στην ανατολική Μεσόγειο η κάθοδος των λαών της θάλασσας. Ένας από τους κυριότερους λαούς που μαζί με άλλους επιτέθηκαν στην Αίγυπτο και αποδιώχθηκαν με κόπο, για να εγκατασταθούν στη νότια Παλαιστίνη, ήταν οι Φιλισταίοι, που πιστεύεται πως προέρχονταν από την Κρήτη.

Εποχή του Σιδήρου

Υπομινωική και Πρωτογεωμετρική περίοδος(1100-900 π.Χ.).

Η Υπομινωική εποχή συμπίπτει με την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι έφτασαν στην Κρήτη από την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με την παράδοση η πρώτη δωρική δυναστεία στο νησί ιδρύθηκε από τον Ηρακλείδη Τέκταμο ή Τεύταμο γιο του Δώρου, που ήταν επικεφαλής μιας μικτής φυλετικής ομάδας από <<Προέλληνες>> Πελασγούς, Μυκηναίους Αχαιούς και Δωριείς. Για το φυλετικό μωσαϊκό της Κρήτης ομιλεί και ο Όμηρος στην Οδύσσεια.

Όταν έφθασαν στην Κρήτη οι πολεμικοί Δωριείς, την βρήκαν σε παρακμή. Ο πληθυσμός της είχε σημαντικά ελαττωθεί από πολεμικές περιπέτειες και, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, από πείνα και λοιμό. Όμως η υποταγή του στον εισβολέα δεν έγινε χωρίς αγώνες και η μοίρα του εξαρτήθηκε ακριβώς από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αντίστασή του. Αυτοί που αντιστάθηκαν περισσότερο έγιναν δούλοι που μοιράστηκαν με κλήρο στους κατακτητές (κλαρώται). Άλλοι έγιναν εξαρτημένοι δουλοπάροικοι, καλλιεργητές των κτημάτων, με συγκεκριμένη όμως νομική κάλυψη (μνωίται). Όσοι δεν αντέδρασαν σθεναρά έγιναν υποτελείς με πολλές ελευθερίες, αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα (περίοικοι).

Αυτοί όμως που δεν θέλησαν να υποταχθούν κατέφυγαν στα βουνά, κυρίως στις απότομες κορυφές του Λασιθίου και στην ορεινή ανατολική Κρήτη. Η περιοχή γύρω από την Πραισό ονομάστηκε χώρα των Ετεοκρητών, των γνήσιων δηλαδή Κρητών-Μινωιτών, που, όπως δείχνουν επιγραφές που βρέθηκαν εκεί, διατήρησαν τη γλώσσα τους, την πολυσύνθετη μινωική ελληνική, ως τις αρχές της Κλασικής εποχής.

Ο 11ος π.Χ. αιώνας (Υπομινωική εποχή) χαρακτηρίζεται από την επιβίωση πάμπολλων μινωικών στοιχείων στη ζωή, την τέχνη και τη θρησκεία, ενώ στον 10ο (Πρωτογεωμετρική εποχή) έγινε πλατιά χρήση του διαβήτη και του χάρακα στην αγγειογραφία και η τέχνη επηρεάστηκε γενικότερα από το νέο γεωμετρικό πνεύμα. Από τους αιώνες αυτούς είναι γνωστοί αρκετοί οικισμοί στην Κρήτη, που στη μορφή και τη δόμηση των οικιών τους δείχνουν την αδιάσπαστη συνέχεια της μινωικής παράδοσης. Από τα σημαντικότερα υπομινωικά κέντρα ή καταφύγια είναι ο οικισμός στη δυσπρόσιτη κορυφή Καρφί του Λασιθίου. Σύγχρονος οικισμός είναι ο οικισμός στο Βρόκαστρο, στο Καβούσι, ανατολικά από τον Ισθμό της Ιεράπετρας, της Πραισού στην ανατολική Κρήτη, της Κνωσού, της Φαιστού, της Γόρτυνας και του Πρινιά στην κεντρική. Στη δυτική Κρήτη δεν έχουν ως τώρα βρεθεί τόσο πρώιμες εγκαταστάσεις, ένδειξη όμως ότι θα υπήρχαν είναι η ύπαρξη πρωτογεωμετρικών νεκροταφείων, όπως αυτά κοντά στο χωριό Μόδι Χανίων.
Ένα ωραίο παράδειγμα οικίας της εποχής, είναι το πήλινο ομοίωμα που βρέθηκε στον Τεκέ Ηρακλείου (περιοχή Κνωσού) και δείχνει χτίσιμο με πελεκητές πέτρες, μεγάλη ξύλινη πόρτα με φεγγίτη διακοσμημένη με ομόκεντρους κύκλους και με ανάγλυφο περιθύρωμα, παράθυρα στις πλάγιες όψεις, τριγωνικά ανοίγματα πίσω και σωληνωτή καμινάδα. Ο υπομινωικός και πρώιμος ελληνικός οικισμός της Κνωσού δεν έχει βρεθεί ακόμη. Τα πλούσια όμως νεκροταφεία της περιοχής δείχνουν μια μακρά διάρκεια κατοίκησης από το 1100 π.Χ. ως το 630 περίπου π.Χ. Τότε φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε η Κνωσός προσωρινά, για να ξανακατοικηθεί τον 6ο π.Χ. αιώνα. Ήταν σίγουρα ένα ακμαίο κέντρο με πλατιά ακτινοβολία σε όλο το νησί και πολλές σχέσεις με τον έξω κόσμο.

Γεωμετρική και Ανατολίζουσα περίοδος (900-650 π.Χ.)

Στη Γεωμετρική εποχή, κυρίως τον 8ο αιώνα, άρχισαν να ιδρύονται οι ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως η Δρήρος, η Λατώ η Ετέρα, η Ριζηνία (Πρινιάς) και η Αξός. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα πόλης με εξελιγμένη οικιστική οργάνωση είναι η Λατώ η Ετέρα, νοτιοδυτικά από τον σημερινό Άγιο Νικόλαο, που είχε ένα μακρό διάστημα ζωής, από τους υπομινωικούς ως τους ελληνικούς χρόνους. Εξελιγμένη οικιστική οργάνωση παρουσιάζει και η Δρήρος -ΒΑ από τη σημερινή Νεάπολη- που είχε ένα πολύ πρώιμο ναό του Δελφινίου Απόλλωνος και συνεχόμενη αγορά. Από τους παλαιότερους ναούς ήταν και ο ναός στην ακρόπολη της Γόρτυνας, που ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα. Οι κρητικοί ναοί δεν απέκτησαν ποτέ μνημειακό μέγεθος και περίσταση όπως οι ελληνικοί. Ακόμη και ο τύπος του ναού "εν παραστάσι", με 2 ή 3 κίονες ανάμεσα στις παραστάδες της πρόσοψης, δεν απαντά στην Κρήτη παρά στην Ελληνιστική εποχή. Τον 8ο π.Χ. αιώνα είναι φανερή η αττική επίδραση στα μεγάλα αγγεία της Κνωσού (τεφροδόχοι κάλπες από τη Φορτέτσα), ενώ στα μικρότερα, (τους αρύβαλλους και τις κοτύλες) είναι φανερή η πρωτοκορινθιακή επίδραση. Για πρώτη φορά εικονίστηκαν μυθολογικές παραστάσεις, όπως του Διός με τον κεραυνό μπροστά στον μαντικό τρίποδα και την εμφάνιση της Γης κάτω από αυτόν. Το κνωσιακό εργαστήριο κεραμικής επηρέασε μεγάλες περιοχές όπως την Ελεύθερνα προς τα δυτικά, τους Αρκάδες (στο Αφρατί) και τη Μεσαρά νότια. Αλλά η ακραία ανατολική Κρήτη έμεινε ανεπηρέαστη από αυτό. Αγγεία από το Καβούσι, τους Αδρόμυλους της Συκιάς Σητείας, την Επισκοπή του Πισκοκέφαλου και το Μπεράτι Σητείας έχουν καμπυλόγραμμη διακόσμηση με ελεύθερο χέρι σε άτακτες διατάξεις. Κατά τον &ο αιώνα τα ανατολίζοντα διακοσμητικά θέματα μπήκαν σε αυστηρή γεωμετρική διάταξη. Μινωική ίσως κληρονομιά είναι η πολυχρωμία που αναπτύχθηκε από το 700 περίπου π.Χ. στις τεφροδόχους κάλπες, με κόκκινο, γκρι-μπλε και κίτρινο χρώμα πάνω σε λευκό επίχρισμα και τα δικτυωτά από ψευδοπαπύρους. Η κεραμική από τους Αρκάδες έχει μεγαλύτερες ανατολικές επιδράσεις από της Κνωσού, αλλά και ιδιότυπο τοπικό ύφος. Πολλά αξιόλογα τοπικά εργαστήρια αυτής της περιόδου μας άφησαν σπουδαία αντικείμενα κεραμικής, γλυπτικής και μικροπλαστικής από διάφορα υλικά. Παραδείγματα: χάλκινες ασπίδες από το Ιδαίον Άντρο και το Παλαίκαστρο, ωραία χρυσά κοσμήματα του ανατολίζοντος ρυθμού από τάφο του Τεκέ, χάλκινη ζώνη και φαρέτρα από τάφους της Φορτέτσας, τα ονομαστά ξόανα της Βριτομάρτεως-Αρτέμιδος στην Ολούντα και της Αθηνάς στην Κνωσό.

Αρχαϊκή περρίοδος (650-500 π.Χ.)

Οι πρώτες δεκαετίες της αρχαϊκής περιόδου είναι εποχή μεγάλης ακμής της κρητικής σχολής. Τα μεγαλύτερα κέντρα της είναι η Ελεύθερνα, ο Πρινιάς, η Δρήρος, η Γόρτυς, η Αξός. Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της "δαιδαλικής" πλαστικής είναι ο κορμός της Ελεύθερνας, οι θεές και η πομπή των πολεμιστών από τον Πρινιά, τα χάλκινα σφυρήλατα αγαλματίδια της "απολλώνιας τριάδας" από τη Δρήρο και η σειρά των πήλινων ειδωλίων από τη Γόρτυνα και την Αξό.
Η αρχαϊκή περίοδος είναι η τελευταία εποχή ακμής και πραγματικής πολιτιστικής ανέλιξης στο νησί. Η ιδιομορφία, που από την εποχή των πρώτων μινωικών ανακτόρων χαρακτηρίζει την Κρήτη, εξαφανίζεται με το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα. Οι καλύτεροι γλύπτες (Δίποινος και Σκύλλις) και αρχιτέκτονες (Χερσίφρων και Μεταγένης) μεταναστεύουν στην Πελοπόννησο και στην Ιωνία. Η αφαίμαξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φθοράς των πνευματικών δυνάμεων του νησιού, αλλά και του αυστηρού δωρικού τρόπου ζωής, που έχει μεταβάλει το πνεύμα και το έχει προσαρμόσει στα γνωστά από τη μητρόπολη Σπάρτη πλαίσια.
Στις επόμενες περιόδους τόσο η γλυπτική όσο και η κεραμική δεν έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογα προϊόντα. Τα ευρήματα των ανασκαφών μαρτυρούν μίμηση ελλαδικών και κυρίως αττικών προτύπων, και μάλιστα κακή. Η κοσμητική διατηρείται σε κάποιο υψηλότερο επίπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα ασημένια κοσμήματα (πόρπες, περόνες, δακτυλίδια) από την Τάρρα. Αντίθετα τα νομίσματα των ελληνιστικών χρόνων είναι πολύ καλής ποιότητας και δείχνουν ότι η παράδοση δεν έχει ξεχαστεί τελείως. Τέλος στη ρωμαϊκή περίοδο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γυάλινα, πολλές φορές πολύχρωμα αγγεία. Ένα από τα πιο σημαντικά εργαστήρια υαλοτεχνίας βρισκόταν στην Τάρρα.

Κλασική περίοδος (500-330 π.Χ.)

Την εποχή αυτή, όπως αναφέρουν αρχαίοι ποιητές, συγγραφείς ή λεξικογράφοι, το οικιστικό πλέγμα της Κρήτης έχει διευρυνθεί και πάνω από 150 πόλεις είναι γνωστές. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: Κνωσός, Γόρτυς, Φαιστός, Τύλισος, Λύκτος, Χερσόνησος, Βίεννα ή βιάννος, Πριανσός, Ριζηνία στην κεντρική Κρήτη. Αξός (ή Όαξος), Ελεύθερνα, Λάππα, Ρίθυμνα, Σύβριτα, Άπτερα, Κυδωνία, Έλυρος, Κίσσαμος, Φαλάσσαρνα, Λισσός, Πολυρρηνία, Τάρρα, Υρτακίνα στη δυτική Κρήτη. Μίλατος, Δρήρος, Λατώ, Ολούς, Ιεράπυτνα, Πραισός, Ίτανος, Σητεία, Άμπελος στην Ανατολική Κρήτη. Πολλά από τα τοπωνύμια αυτά αποτελούν επιβίωση μινωικών ή αχαϊκών-μυκηναϊκών, ενώ τα καθαρώς δωρικά δύσκολα αναγνωρίζονται.
Την εποχή όμως αυτή, αυξήθηκε και ο ανταγωνισμός, μεταξύ των πόλεων της ίδιας περιοχής. Έτσι, η Κυδωνία αντιμαχόταν την Απολλωνία στα δυτικά, η Κνωσός τη Λύττο και η Φαιστός τη Γόρτυνα στο κέντρο, η Ίτανος την Ιεράπετρα και η Ολούς τη Λατώ στα ανατολικά. Για το λόγο αυτό, η Κρήτη αποκόπηκε από την υπόλοιπη Ελλάδα και δεν πήρε μέρος ούτε στους Περσικούς ούτε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το μόνο γεγονός που συνδέεται με τον δεύτερο είναι μια ανεπιτυχής επιχείρηση των Αθηναίων να καταλάβουν την Κυδωνία το 429 π.Χ., κατόπιν προτροπής και αρωγής των Γορτυνίων.
Τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, η Κνωσός και η Γόρτυς αναδείχθηκαν σε πρωτοστατούσες πόλεις του νησιού, γύρω από τις οποίες συσπειρώθηκαν οι μικρότερες. Δημιουργήθηκαν έτσι ενώσεις πόλεων που επιδίωκαν να αυξήσουν την επιρροή τους στο έπακρο. Οι ενώσεις αυτές όμως δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αμετάβλητες, αφού οι μικρότερες πόλεις άλλαζαν συχνά στρατόπεδο. Τον 4ο π.Χ. αιώνα, και κυρίως κατά τον πόλεμο του 346/345 π.Χ., έκαναν την εμφάνιση τους οι μισθοφόροι, που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις ενδοκρητικές διαμάχες, όπως λ.χ. στις επιχειρήσεις της Κνωσού κατά της Λύκτου και κατά της Κυδωνίας, η οποία αποτελούσε βασικό συντελεστή στον διαρκή ανταγωνισμό Κνωσού και Γόρτυνας. Γεγονός πάντως είναι ότι οι Κρήτες δεν χρησιμοποίησαν τους μισθοφόρους για επεκτατικούς σκοπούς έξω από τα όρια του νησιού. Φανερό σημάδι του έντονου ανταγωνισμού είναι η αλματώδης άνοδος της νομισματοκοπίας με σκοπό την οικονομική επικράτηση της μιας πόλης-Κράτους στην άλλη.

Ελληνιστική περίοδος (330-69 π.Χ.)

Την περίοδο αυτή συνεχίστηκαν οι εμφύλιοι πόλεμοι με συνεχή ανάμιξη τρίτων στα εσωτερικά του νησιού. Κατά τον Πολύβιο, η Κνωσός και η Γόρτυς υπέταξαν την κεντρική Κρήτη, εκτός από τη Λύκτο, την οποία κατέλαβαν τελικά το 220 π.Χ. με την βοήθεια 1.000 Αιτωλών μαχητών. Η πόλη όμως ανοικοδομήθηκε με τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Την ίδια εποχή οι Πολυρρήνιοι, οι Λαππαίοι και οι σύμμαχοί τους ζήτησαν τη βοήθεια του Φίλιππου Ε΄ και των Αχαιών και με την επικουρία τους απέκλεισαν τις συμμαχικές πόλεις της Κνωσού. Έτσι οι Κρήτες πολεμούσαν μεταξύ τους μέσα και έξω από το νησί τους. Το 201 π.Χ. ξέσπασε νέος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κρητικών πόλεων και επικράτησε αναρχία με αποτέλεσμα οι Κίλικες πειρατές χρησιμοποιώντας τα λιμάνια που τους πρόσφεραν οι απόβλητοι των πολιτειών, να ενοχλούν την Ρώμη στη Σύγκλητο της οποίας έδωσαν την ευκαιρία να επέμβει στα εσωτερικά του νησιού. Το 172 π.Χ στη σύγκρουση Γόρτυνας- Κυδωνίας, η δεύτερη ζήτησε τη βοήθεια του Ευμένη Β΄της Περγάμου. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, παρατηρείται σταδιακή πρόοδος των δημοκρατικών θεσμών σε όλες τις πόλεις. Η δύναμη των κόσμων μειώθηκε, ενώ η ισχύς της εκκλησίας του δήμου και της βουλής ενδυναμώθηκε. Παράλληλα, εμφανίστηκαν τάσεις για συγκρότηση ευρύτερων ενώσεων γειτονικών πόλεων. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι η ένωση των Ορέων στη νοτιοδυτική Κρήτη (τέλη 4ου π.Χ. αιώνα) και το κοινό των Κρηταιέων, που ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου π.Χ. με πρωτοβουλία της Γόρτυνας. Στο κοινό αυτό μετείχαν, όπως μας πληροφορεί επιγραφή που διασώζει το κείμενο της συνθήκης, οι πόλεις Γόρτυς, Κνωσός, Φαιστός, Λύττος, Ραύκος, Ιεράπυτνα, Ελεύθερνα, Άπτερα, Πολυρρηνία, Σύβριτα, Λάππα, Αξός, Πριανσός, Αλλαρία, Αρκάδες, Κεραία, Πραισός, Λατώ, Βιάννος, Μάλλα, Ερώνος, Χερσόνησος, Απολλωνία, Έλυρος, Υρτακίνα, Ελτυνία, Ανώπολις, Αραδήν, Ιστρών και Τάρρα, ενώ δεν συμμετείχαν οι Φαλάσαρνα, Ολούς και Ίτανος και η Κυδωνία. Το κοινό των Κρηταιέων εξέδιδε απλώς τιμητικά ψηφίσματα, παραχωρούσε τίτλους ασυλίας και προξενίας και διατύπωνε ευχές. Τα πιο σημαντικά δείγματα των χρόνων αυτών είναι τα άφθονα νομίσματα που εξακολούθησαν να κόβουν οι πόλεις και οι επιγραφές των συνθηκών- συμμαχιών μεταξύ των διαφόρων συνασπισμών. Μάλιστα αυτά αποτελούν πολύ συχνά, τα μόνα στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη πόλεων που δεν αναφέρουν άλλες πηγές.

Ρωμαϊκή εποχή (69 π.Χ.- 330 μ.Χ.)

Η Κνωσό από τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα είχε ανακτήσει την ηγεμονική της θέση στο νησί, φαίνεται ότι καλλιεργούσε την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας των Κρητών απέναντι στον Ρωμαίο κατακτητή και την πειρατεία ως μορφή επιθετικής αντιστάσεως. Παρ΄όλα αυτά, για αρκετές δεκαετίες η Ρώμη δεν μετέβαλε τακτική, παρά μόνο κατά τη διάρκεια του Μιθριδατικού πολέμου, όταν οι Κρήτες πρόσφεραν στον βασιλέα του Πόντου τη ναυτική υποστήριξη του πειρατικού τους στόλου. Με το πρόσχημα της καταστολής της πειρατείας ο Μάρκος Αντώνιος, που επονομάσθηκε Κρητικός, επιχείρησε να προσβάλει την Κρήτη, αλλά αντιμετώπισε σθεναρή αντίσταση και υπέστη πανωλεθρία (71π.Χ). Η Σύγκλητος αντιμετώπιζε σοβαρά πια τη λήψη δραστικών μέτρων για την υποταγή του νησιού. Αγνοώντας τις εξευμενιστικές προτάσεις συμμαχίας και φιλίας που διατύπωσαν οι Κρήτες, όταν καθυστερημένα συνειδητοποίησαν ποιούς κινδύνους διέτρεχαν, αξίωσε την παράδοση των Κρητών ηγετών, 300 ομήρων, των πλοίων και την πληρωμή 4.000 αργυρών ταλάντων ως πολεμικής αποζημιώσεως. Η άρνηση των Κρητών να δεχθούν τους απαράδεκτους αυτούς όρους πρόσφερε το πρόσχημα για την ανάθεση (69 π.Χ.) νέων συστηματικών επιχειρήσεων στον ύπατο Κόϊντο Καικίλιο Μέτελλο, με σκοπό την καθυπόταξη της μεγαλονήσου. Ύστερα από σειρά πολιορκιών κρητικών πόλεων, όπως της Κυδωνίας, της Κνωσού, της Λύττου, της Ελεύθερνας, της Λάππας, με την κατάληψη της Ιεράπυτνας που την υπεράσπιζε ο στρατηγός Αριστίων, ο Μέτελλος κατόρθωσε να υποτάξει τη μεγαλόνησο (67 π.Χ.), η οποία μεταβλήθηκε σε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Κρήτες, "ελεύθεροί τε πάντα τον έμπροσθεν χρόνον γενόμενοι και δεσπότην οθνείον μηδάνα κτησάμενοι", όπως παρατηρεί ο Κάσσιος Δίων, γνώριζαν για πρώτη φορά τον ζυγό μιας ξένης δεσποτείας.
Με την εδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη μεγαλόνησο άρχισε μια νέα φάση ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιατάρακτη σταθερότητα. Εκτός από τις μεγάλες πόλεις, σαν τη Γόρτυνα και την Ιεράπυτνα, ακόμη και μικρές πόλεις είχαν αμφιθέατρα, όπως η Κίσσαμος και η Χερσόνησος. Η επίδραση αυτή δεν είχε αποφασιστική σημασία για τον Ελληνισμό της Κρήτης, ακόμη και αν ήταν μεγαλύτερη από άλλες περιοχές. Την αντιστάθμιζε κατά κάποιο τρόπο η παράλληλη παρουσία του ελληνικού θεάτρου, όπως δείχνει και η ύπαρξη θεάτρων ατελώς γνωστών σε πολλές πόλεις της Κρήτης, έστω και αν είχε χαθεί η παλαιά λαμπροτητά τους. Η αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου στην Κρήτη ακολουθεί τις ελληνικές παραδόσεις και μόνο ειδικές κατασκευές, υδραγωγεία, δεξαμενές, θέρμες απηχούν κάποια ρωμαϊκή προέλευση, ενώ ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία θεωρήθηκε ότι προέρχονται από τη Μικρά Ασία και τη Συρία. Η ελληνική παράδοση σφραγίζει επίσης και τη γλυπτική. Οι υπογραφές καλλιτεχνών από την Αθήνα, τη Μίλητο, την Πάρο και αλλού δίνουν ένα τόνο ελληνικής αποκλειστικά δραστηριότητας. Η ζωγραφική δεν άφησε μαρτυρίες και τα λίγα ψηφιδωτά που βρέθηκαν στην Κνωσό και στη Σύβριτα δεν είναι υψηλής ποιότητας.
Όπως στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο έτσι και στην Κρήτη αποτελεσματικό όργανο για την επιβίωση του Ελληνισμού ήταν η ελληνική γλώσσα, και ειδικότερα η Κοινή, που είχε διαδοθεί στην Κρήτη ήδη από την ελληνιστική εποχή, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, που σώζουν συνθήκες κρητικών πόλεων με άλλες ελληνιστικές πόλεις ή ελληνιστικούς ηγεμόνες. Η παράλληλη χρήση της Κοινής και της δωρικής διαλέκτου ήταν παρατεταμένη και παρατηρείται συνεχής αλληλεπίδραση : τύποι της Κοινής περνούσαν σε κείμενα που χρησιμοποιούσαν τη δωρική διάλεκτο ή δωρικοί τύποι σε κείμενα της Κοινής. Το γλωσσικό αυτό κράμα συναντιέται και σε μεταγενέστερους χρόνους. Πιστεύεται ότι από τη λεγομένη Ετεοκρητική γλώσσα, η οποία ήταν ελληνική, έμειναν ακόμη σε χρήση μερικές εκφράσεις. Το χαρακτηριστικό της Ετεοκρητικής είναι, ότι σχηματίζεται από πολυσύνθετες ελληνικές λέξεις. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι και η διάδοση του Χριστιανισμού στην Κρήτη, που έγινε αρκετά νωρίς και ως γλωσσικό μάλλον όργανο χρησιμοποιούσε την Κοινή, ίσως να έπαιξε κάποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο εξελληνιστικό ρόλο, κυρίως ανάμεσα στους Ιουδαίους του νησιού. Εξ΄άλλου, κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., έχομε συμμετοχή του κοινού των Κρητών στο Πανελλήνιο, όπως φαίνεται από επιγραφές που μαρτυρούν εκλογή αντιπροσώπων για το συνέδριο των Πανελλήνων.

Βυζαντινή περίοδος-Αραβική κατάκτηση και Βενετοκρατία (330 - 1669 μ.Χ.)

Στην Α Βυζαντινή περίοδο (330-824 μ.Χ.) η διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προσδιόρισε και την τύχη της Κρήτης. Η Κρήτη επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου του Μεγάλου (395 μ.Χ.), μετατράπηκε σε "θέμα" της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με Βυζαντινό στρατηγό. Σ΄αυτή την περίοδο, που διήρκεσε μέχρι το 824 μ.Χ., εδραιώθηκε ο χριστιανισμός και χτίστηκαν πολλές παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Μεταξύ αυτών και η βασιλική του Απόστολου Τίτου στη Γόρτυνα. Οι Άραβες Σαρακηνοί, που διώχθηκαν από την Ισπανία και από την Αλεξάνδρεια, με αρχηγό τον Αμπού Χαψ Ομάρ αποβιβάστηκαν το 824 μ.Χ. στα νότια της Κρήτης, και μέσα σε λίγα χρόνια κατάλαβαν όλο το νησί. Οι κατακτητές έκαμαν στο Ηράκλειο πρόσθετα οχυρωματικά έργα και άνοιξαν μια μεγάλη τάφρο γύρω από τα τείχη. Από την τάφρο αυτή πήρε η πόλη το όνομα Χάνδακας. Το 961 μ.Χ. οι βυζαντινοί με τον Νικηφόρο Φωκά, ανακτούν την Κρήτη. Τα προβλήματα όμως που άφησαν οι Άραβες, σε όλους τους τομείς, είναι πολλά. Ο Φωκάς υιοθέτησε ισχυρά κίνητρα για την οικονομική ενίσχυση των κατοίκων και φρόντισε για την εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας στο νησί, την αναζωπύρωση του Χριστιανισμού και την αφύπνιση του εθνικού φρονήματος των Κρητών. Το 1082 ο Αλέξιος Β΄Κομνηνός, έστειλε αποίκους με επικεφαλείς 12 αρχοντόπουλα, για να εγκατασταθούν στο νησί παραχωρώντας τους μεγάλες εκτάσεις και σημαντικά προνόμια, προκειμένου να ενισχυθεί ο ντόπιος πληθυσμός.
Τα ονόματα των οικογενειών από τα οποία προέρχονταν τα αρχοντόπουλα ήταν : Χορτάτζηδες, Καλλέργηδες, Μελησινοί, Φωκάδες, Γαβαλάδες, Βλαστοί, διατηρήθηκαν δε μέχρι σήμερα. Η βυζαντινή κυριαρχία τερματίστηκε το 1204 όταν η Κρήτη δόθηκε από τους Σταυροφόρους στο Βονιφάτιο το Μονφερατικό, ο οποίος την πούλησε στο δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο. Ο Δάνδολος κατάφερε μέχρι το 1212 να διώξει τους Γενουάτες οι οποίοι είχαν καταλάβει το νησί. Από τότε άρχισε η μακρά περίοδος της Βενετοκρατίας και η Κρήτη αποτελεί Βασίλειο, εκτός από τα Σφακιά που δεν κατακτήθηκαν ολοκληρωτικά, αλλά τους παραχωρήθηκε ένα είδος τοπικής αυτονομίας.

Τουρκοκρατία 1669-1898 και ένωση με την Ελλάδα.

Από το 1669-1898 μ.Χ. έχομε Τουρκοκρατία στην Κρήτη, και Αιγυπτιοκρατία από το 1832 έως το 1840 που είχε παραδοθεί από το σουλτάνο στο Αιγύπτιο Μεχμέτ Αλή.
Η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος παίχτηκε το 1898 με τη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου, που στοίχισε τη ζωή του Άγγλου προξένου και 17 Άγγλων στρατιωτών. Τότε με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο τούρκικος στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Κρήτη και να ανακηρυχθεί το νησί ανεξάρτητο, με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο (9 Δεκ. 1898). Η Κρητική Βουλή ψήφισε επανειλημμένα την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Το 1905 έγινε η επανάσταση του Θερίσου με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι επαναστάτες ανάγκασαν τον Γεώργιο να παραιτηθεί, κατάργησαν το θεσμό της Αρμοστείας και κήρυξαν την ένωση (1908). Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις απέσυραν τα στρατεύματά τους. Η ένωση πραγματοποιήθηκε επίσημα μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, οπότε ο Σουλτάνος παραιτήθηκε από τα τυπικά δικαιώματά του. (17/13 Μαϊου 1913). Την 1η Δεκεμβρίου 1913, γίνεται επίσημη ανακήρυξη της ένωσης και η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο Φιρκά των Χανίων παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ελευθερίου Βενιζέλου..

Αρχαιολογία

Οι πρώτες ανασκαφές στην Κρήτη έγιναν το 1878 από τον Ηρακλειώτη φιλάρχαιο Μίνωα Καλοκαιρινό στο χώρο όπου αργότερα αποκαλύφθηκε το ανάκτορο της Κνωσού. Τα ευρήματα, κυρίως αποθηκευτικοί πίθοι, δωρίθηκαν σε διάφορα μουσεία (Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη, Αθήνα) καθώς και στη συλλογή του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, που αποτέλεσε και τη βάση του Μουσείου Ηρακλείου. Ο Σλήμαν θέλησε να αναλάβει την έρευνα το 1886, οι προσπάθειές του όμως προσέκρουσαν στην άρνηση των τουρκικών αρχών. Από το 1894 άρχισε την περιήγηση της Κρήτης ο Έβανς, ο οποίος τελικά ανέλαβε το 1900 την ανασκαφή της Κνωσού, την οποία ολοκλήρωσε το 1930-31. Τις έρευνες του Έβανς συνεχίζουν μέχρι σήμερα Άγγλοι ερευνητές (ανασκαφή νεκροταφείων περιοχής Κνωσού, νεολιθικού οικισμού Κνωσού, στρωματογραφικές μελέτες). Παράλληλα άλλοι Άγγλοι αρχαιολόγοι ερεύνησαν το Παλαίκαστρο, το Καρφί, τη Μύρτο και μερικά το Ζάκρο, τις ανασκαφές στο οποίο συνέχισαν Έλληνες αρχαιολόγοι.
Η Ιταλική αρχαιολογική Σχολή αποκάλυψε το μινωικό ανάκτορο της Φαιστού, την έπαυλη της Αγίας Τριάδας, ερεύνησε τη γύρω περιοχή και έκανε ανασκαφές στην αξό και στους Αρκάδες.
Γάλλοι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν το ανάκτορο των Μαλίων, το νεκροταφείο του Χρυσόλακκου και διενέργησαν άλλες μικρότερες έρευνες.
Αμερικανοί επιστήμονες έσκαψαν τους πρώιμους μινωικούς οικισμούς στη βασιλική, Ψείρα, Μόχλο και την πόλη στα Γουρνιά.
Τέλος οι Έλληνες αρχαιολόγοι, εκτός από πολυάριθμες μικρές ανασκαφικές έρευνες, αποκάλυψαν το ανάκτορο της Ζάκρου, τα μέγαρα Βαθυπέτρου, Τυλίσσου, Σκλαβοκάμπου, Αποδούλου, Αρχανών, τον οικισμό της Κυδωνίας, τα ιερά κορυφής Πισκοκέφαλου, Κόφινα, Μαζά, τους θολωτούς τάφους της Μεσαράς, τα νεκροταφεία του Κατσαμπά, του Κυπαρισσιού, της Λεβήνας, των Αρμένων, τους θολωτούς τάφους Αποδούλου, Στύλου, Μάλεμε, τους τάφους των Αρχανών, τα σπήλαια της Πλατυβόλας, του Γερανιού κ.α.

(Το παρόν άρθρο προέρχεται από την Ελληνική έκδοση του νέου μου βιβλίου <<ΟΙ 147 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ>>

Αντώνης Θωμά Βασιλάκης
ερευνητης προϊστορικών γραφών
Βλυχια-Κνωσού
Ηράκλειο Κρήτης
E-mail : kairatos@hol.gr